Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διατετραίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0606.png Seite 606]] durchbohren, durchlöchern; Her. 2, 11; διατετρανέεις 3, 12. – Med., διετετρήνατο, Ar. Th. 18. – Vgl. [[διατιτράω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0606.png Seite 606]] durchbohren, durchlöchern; Her. 2, 11; διατετρανέεις 3, 12. – Med., διετετρήνατο, Ar. Th. 18. – Vgl. [[διατιτράω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f. 2ᵉ sg. ion.</i> διατετρανέεις;<br />trouer, percer;<br /><i><b>Moy.</b></i> διατετραίνομαι (<i>ao. 3ᵉ sg.</i> διετετρήνατο) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τετραίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διατετραίνω''': μέλλ. -τρανέω, Ἀττ. -τρανῶ, ἢ -τρήσω· - διατρυπῶ, [[κάμνω]] ὀπὴν ἔν τινι, τι Ἡρόδ. 2, 11., 3. 12· κατὰ μέσ. ἀόρ. διετετρήνατο Ἀριστοφ. Θεσμ. 18· - ὁ Θεόφρ. (Αἰτ. Φ. 1. 17, 9) ἔχει [[διατιτραίνω]]· καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς εὑρίσκομεν ἐνεστῶτα διατιτράω, Ἀππ. Καρχ. 8. 122· καὶ μετοχὴ ὡς ἐκ τοῦ διατίτρημι, διατιτράντες ὁδοὺς Δίων Κ. 69. 12.
|lstext='''διατετραίνω''': μέλλ. -τρανέω, Ἀττ. -τρανῶ, ἢ -τρήσω· - διατρυπῶ, [[κάμνω]] ὀπὴν ἔν τινι, τι Ἡρόδ. 2, 11., 3. 12· κατὰ μέσ. ἀόρ. διετετρήνατο Ἀριστοφ. Θεσμ. 18· - ὁ Θεόφρ. (Αἰτ. Φ. 1. 17, 9) ἔχει [[διατιτραίνω]]· καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς εὑρίσκομεν ἐνεστῶτα διατιτράω, Ἀππ. Καρχ. 8. 122· καὶ μετοχὴ ὡς ἐκ τοῦ διατίτρημι, διατιτράντες ὁδοὺς Δίων Κ. 69. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. 2ᵉ sg. ion.</i> διατετρανέεις;<br />trouer, percer;<br /><i><b>Moy.</b></i> διατετραίνομαι (<i>ao. 3ᵉ sg.</i> διετετρήνατο) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τετραίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml