Anonymous

διαχωρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] absondern, aus einander stellen, Ar. Th. 14; unterscheiden, οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς [[πάλιν]] καὶ τὸ ἐριστικῶς ἡμᾶς ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους τοὺς λόγους Plat. Phil. 17 a; κατὰ γένη Tim. 58 a; ἀπό τινος, Polit. 262 b u. öfter; τὴν δύναμιν ἀπ' [[ἀλλήλων]] D. Sic. 20, 42.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] absondern, aus einander stellen, Ar. Th. 14; unterscheiden, οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς [[πάλιν]] καὶ τὸ ἐριστικῶς ἡμᾶς ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους τοὺς λόγους Plat. Phil. 17 a; κατὰ γένη Tim. 58 a; ἀπό τινος, Polit. 262 b u. öfter; τὴν δύναμιν ἀπ' [[ἀλλήλων]] D. Sic. 20, 42.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαχωρίσω, <i>att.</i> διαχωριῶ;<br />diviser, séparer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χωρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχωρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -[[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]] (βάλλω ξέχωρα), Ξεν. Οἰκ. 9, 7· τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτ. 262B· τι καί τι Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 14. -Παθ., Πλάτ. Τιμ. 59C, Φιλήβ. 17A.
|lstext='''διαχωρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -[[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]] (βάλλω ξέχωρα), Ξεν. Οἰκ. 9, 7· τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτ. 262B· τι καί τι Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 14. -Παθ., Πλάτ. Τιμ. 59C, Φιλήβ. 17A.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαχωρίσω, <i>att.</i> διαχωριῶ;<br />diviser, séparer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χωρίζω]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer