Anonymous

εὐθύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1071.png Seite 1071]] ([[εὐθύς]]), ion. ίθύνω, [[gerade machen]], [[richten]], ῶσπερ [[ξύλον]] διαστρεφόμενον εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Plat. Prot.. 325, d; richten, lenken, τὸν δ' οἰωνὸν γνώμ στομίωιν [[ἄτερ]] Aesch. Prom,. 287, χερσὶν παῖδα Soph. Ai. 542. das Kind an der Hand führen, πόλιν. Ant. 178, λαὸν δορί Eur. Hec. 9; ἀμφῆρες [[δόρυ]], das Schiff, Cycl. 15, ἡ νίας Ar. Av. 1738. ἅρματα Isocr. 1, 32. Übertr., ἐπέων [[οὖρον]] ἐπί τινα Pind. N. 6, 29; ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν, Glück verleihen, P. 1, 46; λαοῖς δίκας, das Recht verwalten, 4, 153; δίκας σκολιάς Solon bei Dem. 19, 255 (V. 36), wieder gerade machen, verbessern. Dah., wie Plat. Prot. 326 e sagt, ὡς εὐθυνούσης τῆς δίκης, in Beziehung auf die Strafe, [[zurechtweisen]], [[bestrafen]], tadeln; Plut. u. a. Sp. – Zur Rechenschaft ziehen, εἰς τούτους εἰσάγειν τοὺς ἄρξαντας καὶ εὐθύνειν Plat. Polit. 299 a; ἡ τῶν ἐφόρων ἀρχὴ πάσας εὐθύνει τὰς ἀρχάς Arist. rhet. 2, 9; εὐθύνεσθαι τῆς ἐφορίας, darüber zur Rechenschaft gezogen werden, 3, 18; vgl. τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη Thuc. 1, 95, D. Hal. 11, 46; verurtheilen, προβατείαις εὐθύνειν, Plut. Poplic. 11, zu einer Strafe, die in Schaafen entrichtet wird. – Das Amt des [[εὔθυνος]] verwalten, Plat. Legg. XII, 946 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1071.png Seite 1071]] ([[εὐθύς]]), ion. ίθύνω, [[gerade machen]], [[richten]], ῶσπερ [[ξύλον]] διαστρεφόμενον εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Plat. Prot.. 325, d; richten, lenken, τὸν δ' οἰωνὸν γνώμ στομίωιν [[ἄτερ]] Aesch. Prom,. 287, χερσὶν παῖδα Soph. Ai. 542. das Kind an der Hand führen, πόλιν. Ant. 178, λαὸν δορί Eur. Hec. 9; ἀμφῆρες [[δόρυ]], das Schiff, Cycl. 15, ἡ νίας Ar. Av. 1738. ἅρματα Isocr. 1, 32. Übertr., ἐπέων [[οὖρον]] ἐπί τινα Pind. N. 6, 29; ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν, Glück verleihen, P. 1, 46; λαοῖς δίκας, das Recht verwalten, 4, 153; δίκας σκολιάς Solon bei Dem. 19, 255 (V. 36), wieder gerade machen, verbessern. Dah., wie Plat. Prot. 326 e sagt, ὡς εὐθυνούσης τῆς δίκης, in Beziehung auf die Strafe, [[zurechtweisen]], [[bestrafen]], tadeln; Plut. u. a. Sp. – Zur Rechenschaft ziehen, εἰς τούτους εἰσάγειν τοὺς ἄρξαντας καὶ εὐθύνειν Plat. Polit. 299 a; ἡ τῶν ἐφόρων ἀρχὴ πάσας εὐθύνει τὰς ἀρχάς Arist. rhet. 2, 9; εὐθύνεσθαι τῆς ἐφορίας, darüber zur Rechenschaft gezogen werden, 3, 18; vgl. τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη Thuc. 1, 95, D. Hal. 11, 46; verurtheilen, προβατείαις εὐθύνειν, Plut. Poplic. 11, zu einer Strafe, die in Schaafen entrichtet wird. – Das Amt des [[εὔθυνος]] verwalten, Plat. Legg. XII, 946 c.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ηὔθυνον, <i>f.</i> εὐθυνῶ, <i>ao.</i> ηὔθυνα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> diriger : ἅρματα ISOCR des chars ; ἀγέλας XÉN conduire des troupeaux ; <i>fig.</i> στρατόν ESCHL conduire une armée ; πόλιν SOPH gouverner une cité;<br /><b>2</b> redresser, corriger ; censurer, blâmer;<br /><b>3</b> <i>à Athènes</i> vérifier les comptes <i>ou</i> la gestion des magistrats ; traduire en justice : τινα κλοπῆς PLUT qqn pour vol ; τινα [[παρά]] τινι qqn devant un magistrat ; <i>Pass.</i> [[τῶν]] ἀδικημάτων εὐθ. THC être traduit en justice pour ses méfaits.<br />'''Étymologie:''' [[εὔθυνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθύνω''': (ῠ): μέλλ. ῠνῶ. (εὐθὺς) = τῷ Ὅμ. [[ἰθύνω]] ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ [[συχνάκις]] ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773): ὁδηγῶ κατ’ εὐθεῖαν, [[διευθύνω]], οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 287· εὐθ ἡνίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1738· ἅρματα Ἰσοκρ. 9Α· ηὔθυνον ἀμφῆρες [[δόρυ]], διηύθυνον τὸ [[ἀμφοτέρωθεν]] ἐρεσσόμενον [[πλοῖον]], Εὐρ. Κύκλ. 15· εὐθ. πλάταν ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 39· εὐθ. ἀγέλας, ὁδηγεῖν, Ξεν. Κύρ. 1. 1. 2· εὐθ. χερσί, διευθύνειν ὁδηγεῖν αὐτόν, Σοφ. Αἴ. 542· εὐθ. [[πόδα]] Εὐρ. Ἡρακλ. 728, κτλ. 2) μεταφ., διοικῶ, κυβερνῶ, [[διευθύνω]], Κύρου δὲ [[παῖς]]… ηὔθυνε στρατὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773· πᾶσαν εὐθύνων πόλιν Σοφ. Ἀντ. 178, πρβλ. 1164, Εὐρ. Ἑκ. 9, Πλάτ. [[Μίνως]] 320D. II. ποιῶ τι εὐθύ, εὐθ. δίκας σκολιάς, διεστραμμένας δίκας διευθετεῖν, ποιεῖν αὐτὰς δικαίας, Σόλων 5. 36· εὐθ. δίκας λαοῖς Πινδ. Π. 4. 273· εὐθ. [[οὖρον]], πέμπειν [[οὔριον]] ἄνεμον, ὁ αὐτ. Ο. 13. 38· εὐθ. ὄλβον ὁ αὐτ. Π. 1. 88· [[ὥσπερ]] [[ξύλον]] διαστρεφόμενον… εὐθ. ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Πλάτ. Πρωταγ. 325D, πρβλ. 236Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις [[ἀκούω]] λογοδοσίαν (πρβλ. [[εὔθυνα]]), ἐπὶ ἄρχοντος, καλῶ αὐτὸν εἰς λογοδοσίαν, Πλάτ. Πολιτικ. εὐθ. τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 26., 12. 5, κ. ἀλλ. - Παθ., 299Α· ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 18, 6. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, προσκαλῶ τινα [[ὅπως]] δώσῃ εὐθύνας περὶ... τινὰ κλοπῆς Πλουτ. Κικ. 9. -Παθ., τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη Θουκ. 1. 95. 3) [[καθόλου]], [[κατακρίνω]], τὴν Φιλίστου διάλεκτον Πλουτ. Νικ. 1. IV. ἀμετάβ., ὑπηρετῶ ὡς [[εὔθυνος]]. Πλάτ. Νόμ. 946.
|lstext='''εὐθύνω''': (ῠ): μέλλ. ῠνῶ. (εὐθὺς) = τῷ Ὅμ. [[ἰθύνω]] ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ [[συχνάκις]] ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773): ὁδηγῶ κατ’ εὐθεῖαν, [[διευθύνω]], οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 287· εὐθ ἡνίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1738· ἅρματα Ἰσοκρ. 9Α· ηὔθυνον ἀμφῆρες [[δόρυ]], διηύθυνον τὸ [[ἀμφοτέρωθεν]] ἐρεσσόμενον [[πλοῖον]], Εὐρ. Κύκλ. 15· εὐθ. πλάταν ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 39· εὐθ. ἀγέλας, ὁδηγεῖν, Ξεν. Κύρ. 1. 1. 2· εὐθ. χερσί, διευθύνειν ὁδηγεῖν αὐτόν, Σοφ. Αἴ. 542· εὐθ. [[πόδα]] Εὐρ. Ἡρακλ. 728, κτλ. 2) μεταφ., διοικῶ, κυβερνῶ, [[διευθύνω]], Κύρου δὲ [[παῖς]]… ηὔθυνε στρατὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773· πᾶσαν εὐθύνων πόλιν Σοφ. Ἀντ. 178, πρβλ. 1164, Εὐρ. Ἑκ. 9, Πλάτ. [[Μίνως]] 320D. II. ποιῶ τι εὐθύ, εὐθ. δίκας σκολιάς, διεστραμμένας δίκας διευθετεῖν, ποιεῖν αὐτὰς δικαίας, Σόλων 5. 36· εὐθ. δίκας λαοῖς Πινδ. Π. 4. 273· εὐθ. [[οὖρον]], πέμπειν [[οὔριον]] ἄνεμον, ὁ αὐτ. Ο. 13. 38· εὐθ. ὄλβον ὁ αὐτ. Π. 1. 88· [[ὥσπερ]] [[ξύλον]] διαστρεφόμενον… εὐθ. ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Πλάτ. Πρωταγ. 325D, πρβλ. 236Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις [[ἀκούω]] λογοδοσίαν (πρβλ. [[εὔθυνα]]), ἐπὶ ἄρχοντος, καλῶ αὐτὸν εἰς λογοδοσίαν, Πλάτ. Πολιτικ. εὐθ. τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 26., 12. 5, κ. ἀλλ. - Παθ., 299Α· ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 18, 6. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, προσκαλῶ τινα [[ὅπως]] δώσῃ εὐθύνας περὶ... τινὰ κλοπῆς Πλουτ. Κικ. 9. -Παθ., τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη Θουκ. 1. 95. 3) [[καθόλου]], [[κατακρίνω]], τὴν Φιλίστου διάλεκτον Πλουτ. Νικ. 1. IV. ἀμετάβ., ὑπηρετῶ ὡς [[εὔθυνος]]. Πλάτ. Νόμ. 946.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ηὔθυνον, <i>f.</i> εὐθυνῶ, <i>ao.</i> ηὔθυνα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> diriger : ἅρματα ISOCR des chars ; ἀγέλας XÉN conduire des troupeaux ; <i>fig.</i> στρατόν ESCHL conduire une armée ; πόλιν SOPH gouverner une cité;<br /><b>2</b> redresser, corriger ; censurer, blâmer;<br /><b>3</b> <i>à Athènes</i> vérifier les comptes <i>ou</i> la gestion des magistrats ; traduire en justice : τινα κλοπῆς PLUT qqn pour vol ; τινα [[παρά]] τινι qqn devant un magistrat ; <i>Pass.</i> [[τῶν]] ἀδικημάτων εὐθ. THC être traduit en justice pour ses méfaits.<br />'''Étymologie:''' [[εὔθυνος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater