Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαφυή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[separación]], anat. [[diáfisis]] entre los huesos τὰ μὲν ὀστᾶ ἐστιν στερεὰ καὶ διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Pl.<i>Phd</i>.98c, τρήσας τὰς τῶν γονάτων [[διαφυάς]] Longus 1.10.2<br /><b class="num">•</b>[[separación]] entre los dedos, Philostr.<i>VA</i> 4.28, λεπταῖς ἀμυχαῖς τὰς διαφυὰς ὑπογεγραμμένων τῶν ὀδόντων Plu.<i>Pyrrh</i>.3<br /><b class="num">•</b>[[hendidura]] en un fruto κάρυα ... οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν X.<i>An</i>.5.4.29, cf. Philostr.<i>Im</i>.1.31, ἐρεβίνθου Plu.<i>Cic</i>.1<br /><b class="num">•</b>fig. [[diferencia]], [[distinción]] πρόσεχε δὴ τὸν νοῦν ἂν [[ἄρα]] ἐν αὐτῇ (τῇ γνωστικῇ) τινα διαφυὴν κατανοήσωμεν Pl.<i>Plt</i>.259d.<br /><b class="num">2</b> mineral. [[veta]], [[filón]] διαφυὴν ἔχει (ἡ φλέψ) διὰ μέσου, καὶ ἡ δ. [[βελτίων]] ἐστι τῶν ἔξω Thphr.<i>Lap</i>.63, διαφυὰς καὶ φλέβας ἐχούσης (τῆς γῆς) μαρμάρου D.S.3.12, αὕτη (γῆ) δὲ πετρώδης οὖσα διαφυὰς ἔχει γεώδεις D.S.5.22.<br /><b class="num">3</b> prob. un tipo de [[lona]] o [[lienzo]] colocado bajo el olivo para recoger la aceituna al varear τὸν δὲ κατασπασμὸν τῆς ἐλᾶς ποησόμεθα διὰ διαφυῶν καὶ καλάμων <i>PRyl</i>.97.7, cf. <i>BGU</i> 2333.15 (ambos II d.C.).
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[separación]], anat. [[diáfisis]] entre los huesos τὰ μὲν ὀστᾶ ἐστιν στερεὰ καὶ διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Pl.<i>Phd</i>.98c, τρήσας τὰς τῶν γονάτων [[διαφυάς]] Longus 1.10.2<br /><b class="num">•</b>[[separación]] entre los dedos, Philostr.<i>VA</i> 4.28, λεπταῖς ἀμυχαῖς τὰς διαφυὰς ὑπογεγραμμένων τῶν ὀδόντων Plu.<i>Pyrrh</i>.3<br /><b class="num">•</b>[[hendidura]] en un fruto κάρυα ... οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν X.<i>An</i>.5.4.29, cf. Philostr.<i>Im</i>.1.31, ἐρεβίνθου Plu.<i>Cic</i>.1<br /><b class="num">•</b>fig. [[diferencia]], [[distinción]] πρόσεχε δὴ τὸν νοῦν ἂν [[ἄρα]] ἐν αὐτῇ (τῇ γνωστικῇ) τινα διαφυὴν κατανοήσωμεν Pl.<i>Plt</i>.259d.<br /><b class="num">2</b> mineral. [[veta]], [[filón]] διαφυὴν ἔχει (ἡ φλέψ) διὰ μέσου, καὶ ἡ δ. [[βελτίων]] ἐστι τῶν ἔξω Thphr.<i>Lap</i>.63, διαφυὰς καὶ φλέβας ἐχούσης (τῆς γῆς) μαρμάρου D.S.3.12, αὕτη (γῆ) δὲ πετρώδης οὖσα διαφυὰς ἔχει γεώδεις D.S.5.22.<br /><b class="num">3</b> prob. un tipo de [[lona]] o [[lienzo]] colocado bajo el olivo para recoger la aceituna al varear τὸν δὲ κατασπασμὸν τῆς ἐλᾶς ποησόμεθα διὰ διαφυῶν καὶ καλάμων <i>PRyl</i>.97.7, cf. <i>BGU</i> 2333.15 (ambos II d.C.).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />séparation naturelle, intervalle, fente.<br />'''Étymologie:''' [[διαφύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφυή''': ἡ, (διαφύω) πᾶσα φυσικὴ γραμμὴ χωρισμοῦ, [[ἁρμός]], φυσικὸν [[χώρισμα]], [[ῥαφή]], ἡ [[μεταξύ]] τινων [[διάστασις]] καὶ ἐν ταὐτῷ [[συναφή]], τὰ ὀστᾶ…διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Πλάτ. Φαίδωνι 98C, πρβλ. Πολιτ. 259D. Φιλόστρ. 168· [[γραμμή]], [[σχισμή]], [[ἐντομή]], ὡς ἐν τοῖς καρύοις, κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 1· ἁρμὸς ἐν καλάμῳ ἢ χόρτῳ, «γόνατο», Λόγγος 1. 9· ἡ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[γραμμή]], Πλούτ. Πύρρ. 3· πρβλ. [[διάφυσις]] ΙΙ. ΙΙ. [[στρῶμα]], [[πέτρωμα]] ἢ φλὲψ γῆς, λίθου, μετάλλου, Θεόφρ. Λίθ. 63.
|lstext='''διαφυή''': ἡ, (διαφύω) πᾶσα φυσικὴ γραμμὴ χωρισμοῦ, [[ἁρμός]], φυσικὸν [[χώρισμα]], [[ῥαφή]], ἡ [[μεταξύ]] τινων [[διάστασις]] καὶ ἐν ταὐτῷ [[συναφή]], τὰ ὀστᾶ…διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Πλάτ. Φαίδωνι 98C, πρβλ. Πολιτ. 259D. Φιλόστρ. 168· [[γραμμή]], [[σχισμή]], [[ἐντομή]], ὡς ἐν τοῖς καρύοις, κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 1· ἁρμὸς ἐν καλάμῳ ἢ χόρτῳ, «γόνατο», Λόγγος 1. 9· ἡ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[γραμμή]], Πλούτ. Πύρρ. 3· πρβλ. [[διάφυσις]] ΙΙ. ΙΙ. [[στρῶμα]], [[πέτρωμα]] ἢ φλὲψ γῆς, λίθου, μετάλλου, Θεόφρ. Λίθ. 63.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />séparation naturelle, intervalle, fente.<br />'''Étymologie:''' [[διαφύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml