Anonymous

διαπλέκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0595.png Seite 595]] (διαπέπλοχε Hippocr.), 1) dazwischen-, durch-, verflechten, θαυματὰ ἔργα, von Flechtwerk, H. h. Merc. 80; τὴν φιλύρην Her. 4, 87; übertragen, ἀγὴν δ., Winkelzüge machen, Pind. P. 2, 82; θρῆνον δ., einen Klagegesang kunstvoll anlegen, 12, 8; βίοτον λιπαρῷ γήραϊ N. 7, 99. – Med., διαπλεξαμένη τὰς κόμας Aristaen. 1, 25. – 2) übertr., βίον, das Leben hinbringen, Ar. Av. 754; Plat. Legg VII, 806 a; p. bei Ath. X, 458 b. Aber bei Her. 5, 92, 6 = zu Ende flechten, endigen. – 3) auseinanderflechten, ausdehnen, ἐκ μέσου ἐς ἔσχατον οὐρανὸν διαπλακεῖσα Plat. Tim. 36 e; στρατόν, auseinanderziehen, Plut. Anton. 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0595.png Seite 595]] (διαπέπλοχε Hippocr.), 1) dazwischen-, durch-, verflechten, θαυματὰ ἔργα, von Flechtwerk, H. h. Merc. 80; τὴν φιλύρην Her. 4, 87; übertragen, ἀγὴν δ., Winkelzüge machen, Pind. P. 2, 82; θρῆνον δ., einen Klagegesang kunstvoll anlegen, 12, 8; βίοτον λιπαρῷ γήραϊ N. 7, 99. – Med., διαπλεξαμένη τὰς κόμας Aristaen. 1, 25. – 2) übertr., βίον, das Leben hinbringen, Ar. Av. 754; Plat. Legg VII, 806 a; p. bei Ath. X, 458 b. Aber bei Her. 5, 92, 6 = zu Ende flechten, endigen. – 3) auseinanderflechten, ausdehnen, ἐκ μέσου ἐς ἔσχατον οὐρανὸν διαπλακεῖσα Plat. Tim. 36 e; στρατόν, auseinanderziehen, Plut. Anton. 46.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> ([[διά]], en séparant) défaire un pli <i>ou</i> un tissu ; disjoindre, couper : στρατόν PLUT une armée;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers);<br /><b>1</b> tresser, tisser;<br /><b>2</b> tresser jusqu’au bout : διαπλέκω τὸν βίον [[εὖ]] HDT <i>litt.</i> mener à bon terme la trame de sa vie, <i>càd</i> finir heureusement sa vie.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πλέκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπλέκω''': μέλλ. -ξω, [[πλέκω]] [[ὁμοῦ]], [[συμπλέκω]], διέπλεκε θαυματὰ ἔργα, ἔκαμνε θαυμαστὰ πλεκτὰ ἔργα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 67· ― μεταφ., θρῆνον δ. Πίνδ. Π. 12. 14· [[ἄγαν]] [[πάγχυ]] δ., [[δοκιμάζω]] πᾶν πλέξιμον, πάντα τρόπον, [[αὐτόθι]] 2. 153 (ἴδε ἐν λ. ἀγὴ 3). ― Μέσ., διαπλέξασθαι κόμην, [[πλέκω]] τὴν κόμην μου, Ἀρισταίν. 1. 25. ― Παθ., [[ψυχή]] διαπλακεῖσα, συμπλεχθεῖσα [μετὰ τῆς ὕλης]…, Πλάτ. Τιμ. 36Ε. ΙΙ. διαπλέκω τὸν βίον, 1) ὡς τὸ [[καταπλέκω]] ΙΙ. Λατ. [[pertexo|pertexere]] [[vita|vitam]], διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ, ἀφοῦ ἐτελείωσε [[καλῶς]] τὸν βίον του, Ἡρόδ. 5. 92, 6 (διάφ. γραφ. διαπλεύσαντος, πρβλ. [[διαπλέω]], ἀλλ’ ἴδε [[ὡσαύτως]] [[καταπλέκω]])· οὕτω καὶ δ. βίοτον λιπαρῷ γήραϊ Πίνδ. Ν. 7. 146. 2) [[ἁπλῶς]], [[διέρχομαι]] τὸν βίον, ζῶ, Πλάτ. Νόμ. 806Α· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ βίον, δ. μετ’ ὀρνίθων Ἀριστοφ. Ὄρν. 754.
|lstext='''διαπλέκω''': μέλλ. -ξω, [[πλέκω]] [[ὁμοῦ]], [[συμπλέκω]], διέπλεκε θαυματὰ ἔργα, ἔκαμνε θαυμαστὰ πλεκτὰ ἔργα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 67· ― μεταφ., θρῆνον δ. Πίνδ. Π. 12. 14· [[ἄγαν]] [[πάγχυ]] δ., [[δοκιμάζω]] πᾶν πλέξιμον, πάντα τρόπον, [[αὐτόθι]] 2. 153 (ἴδε ἐν λ. ἀγὴ 3). ― Μέσ., διαπλέξασθαι κόμην, [[πλέκω]] τὴν κόμην μου, Ἀρισταίν. 1. 25. ― Παθ., [[ψυχή]] διαπλακεῖσα, συμπλεχθεῖσα [μετὰ τῆς ὕλης]…, Πλάτ. Τιμ. 36Ε. ΙΙ. διαπλέκω τὸν βίον, 1) ὡς τὸ [[καταπλέκω]] ΙΙ. Λατ. [[pertexo|pertexere]] [[vita|vitam]], διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ, ἀφοῦ ἐτελείωσε [[καλῶς]] τὸν βίον του, Ἡρόδ. 5. 92, 6 (διάφ. γραφ. διαπλεύσαντος, πρβλ. [[διαπλέω]], ἀλλ’ ἴδε [[ὡσαύτως]] [[καταπλέκω]])· οὕτω καὶ δ. βίοτον λιπαρῷ γήραϊ Πίνδ. Ν. 7. 146. 2) [[ἁπλῶς]], [[διέρχομαι]] τὸν βίον, ζῶ, Πλάτ. Νόμ. 806Α· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ βίον, δ. μετ’ ὀρνίθων Ἀριστοφ. Ὄρν. 754.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> ([[διά]], en séparant) défaire un pli <i>ou</i> un tissu ; disjoindre, couper : στρατόν PLUT une armée;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers);<br /><b>1</b> tresser, tisser;<br /><b>2</b> tresser jusqu’au bout : διαπλέκω τὸν βίον [[εὖ]] HDT <i>litt.</i> mener à bon terme la trame de sa vie, <i>càd</i> finir heureusement sa vie.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πλέκω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater