Anonymous

ζωή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1142.png Seite 1142]] ἡ, ion. u. p. ζόη, auch [[ζοΐα]], Theocr. 29, 5 ([[ζάω]]), Lebensunterhalt, Hab u. Gut, wie [[βίοτος]], Od. 14, 96. 208. 16, 429; ποιεῖσθαι τὴν ζόην ἔκ τινος, Her. 8, 105. – Das Leben (vgl. [[βίος]]), im Ggstz des Todes, πεῖραν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς Pind. N. 9, 29, vgl. 8, 36 I. 4, 13; περὶ ζωῆς καὶ θανάτου λέγειν Plat. Phaed. 71 d; Folgde; ἐν δὲ γαίᾳ ζωὰ φονορύτῳ μέμικται Aesch. Spt. 921; vgl. Ellendt lex. Soph.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1142.png Seite 1142]] ἡ, ion. u. p. ζόη, auch [[ζοΐα]], Theocr. 29, 5 ([[ζάω]]), Lebensunterhalt, Hab u. Gut, wie [[βίοτος]], Od. 14, 96. 208. 16, 429; ποιεῖσθαι τὴν ζόην ἔκ τινος, Her. 8, 105. – Das Leben (vgl. [[βίος]]), im Ggstz des Todes, πεῖραν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς Pind. N. 9, 29, vgl. 8, 36 I. 4, 13; περὶ ζωῆς καὶ θανάτου λέγειν Plat. Phaed. 71 d; Folgde; ἐν δὲ γαίᾳ ζωὰ φονορύτῳ μέμικται Aesch. Spt. 921; vgl. Ellendt lex. Soph.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vie;<br /><b>2</b> genre de vie;<br /><b>3</b> moyens de vivre, ressources : τὴν ζόην <i>(ion.)</i> ποιεῖσθαι ἔκ τινος HDT se créer avec qch les moyens de vivre.<br />'''Étymologie:''' [[ζάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωή''': Δωρ. ζωά. Ἰων. καὶ ποιητ. ζόη, Δωρ. ζόα, Αἰολ. ζοΐα, Θεόκρ. 29. 5· ἡ, (ζάω):-τὸ ζῆν, δηλ. τὰ ὑπάρχοντά τινος, ἡ [[περιουσία]] του, ὡς τὸ [[βίος]], [[βίοτος]], ἦ γὰρ οἱ ζωή γ’ ἦν ἄσπετος Ὀδ. Ξ. 96· τοὶ δὲ ζωὴν ἐδάσαντο Ξ. 208· κατὰ ζωὴν [[φαγέειν]] Π. 429· τὴν ζόην ποιεῖσθαι ἢ καθίστασθαι ἀπὸ ἢ ἐκ... πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐκ..., Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. 106· ἐξ ἁλὸς Θεόκρ. Βερεν. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 1. 2) μεθ’ Ὅμηρ., ζωή, [[ὕπαρξις]], ἀντίθ. [[θάνατος]], Τυρταῖ. 12. 5, Πίνδ. Ν. 8. 61, Τραγ., Πλάτ., κτλ.· θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς Πίνδ. Ν. 9. 68· ἡ πολλὴ ζόη Σοφ. Ἀποσπ. 500· ζόας βιοτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 664· τοῦ βίου ζωὴ Πλάτ. Τιμ. 44C· - ὡς ὅρος δηλῶν ἀγάπην, ζωή, [[ψυχή]] μου ! Juven. 6. 195· - πληθ., ζωαί, Ἑβδ. (Ψαλμ. ξβ΄, 3). 3) [[τρόπος]] ζωῆς, ζόην ἔζωον τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112. ΙΙ. ζωή, = [[γραῦς]], ὁ ἐπὶ τοῦ γάλακτος [[ἀφρός]], Εὐστ. 906. 52· ζόη παρ’ Ἡσύχ. (Τὸν τύπον ζόη (παροξύτ.) ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 500, 519, Εὐρ. Ἑκ. 1108, Μηδ. 983, Ἱππ. 816, Τρῳ. 254, Ἠλ. 121, Ι. Τ. 847· ἐνῷ [[οὐδαμοῦ]] τῶν Τραγ. ἀπαιτεῖται ὁ [[τύπος]] ζωὴ (πλὴν [[ἴσως]] ἐν Ἡρ. Μαιν. 660), [[ὁπόθεν]] ὁ Ἐλμσλ. Μηδ. 946 προύτεινε νὰ διορθωθῇ ἁπανταχοῦ ζόη παρὰ τοῖς Τραγ.· -[[ὡσαύτως]] παρ’ ἑτέροις ποιηταῖς, Καλλ. Ἀποσπ. 114, Θεοκρ. Ἐπ. 17. 9, Ἡρῴδ. παρὰ Στοβ. τ. 116. 22).
|lstext='''ζωή''': Δωρ. ζωά. Ἰων. καὶ ποιητ. ζόη, Δωρ. ζόα, Αἰολ. ζοΐα, Θεόκρ. 29. 5· ἡ, (ζάω):-τὸ ζῆν, δηλ. τὰ ὑπάρχοντά τινος, ἡ [[περιουσία]] του, ὡς τὸ [[βίος]], [[βίοτος]], ἦ γὰρ οἱ ζωή γ’ ἦν ἄσπετος Ὀδ. Ξ. 96· τοὶ δὲ ζωὴν ἐδάσαντο Ξ. 208· κατὰ ζωὴν [[φαγέειν]] Π. 429· τὴν ζόην ποιεῖσθαι ἢ καθίστασθαι ἀπὸ ἢ ἐκ... πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐκ..., Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. 106· ἐξ ἁλὸς Θεόκρ. Βερεν. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 1. 2) μεθ’ Ὅμηρ., ζωή, [[ὕπαρξις]], ἀντίθ. [[θάνατος]], Τυρταῖ. 12. 5, Πίνδ. Ν. 8. 61, Τραγ., Πλάτ., κτλ.· θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς Πίνδ. Ν. 9. 68· ἡ πολλὴ ζόη Σοφ. Ἀποσπ. 500· ζόας βιοτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 664· τοῦ βίου ζωὴ Πλάτ. Τιμ. 44C· - ὡς ὅρος δηλῶν ἀγάπην, ζωή, [[ψυχή]] μου ! Juven. 6. 195· - πληθ., ζωαί, Ἑβδ. (Ψαλμ. ξβ΄, 3). 3) [[τρόπος]] ζωῆς, ζόην ἔζωον τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112. ΙΙ. ζωή, = [[γραῦς]], ὁ ἐπὶ τοῦ γάλακτος [[ἀφρός]], Εὐστ. 906. 52· ζόη παρ’ Ἡσύχ. (Τὸν τύπον ζόη (παροξύτ.) ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 500, 519, Εὐρ. Ἑκ. 1108, Μηδ. 983, Ἱππ. 816, Τρῳ. 254, Ἠλ. 121, Ι. Τ. 847· ἐνῷ [[οὐδαμοῦ]] τῶν Τραγ. ἀπαιτεῖται ὁ [[τύπος]] ζωὴ (πλὴν [[ἴσως]] ἐν Ἡρ. Μαιν. 660), [[ὁπόθεν]] ὁ Ἐλμσλ. Μηδ. 946 προύτεινε νὰ διορθωθῇ ἁπανταχοῦ ζόη παρὰ τοῖς Τραγ.· -[[ὡσαύτως]] παρ’ ἑτέροις ποιηταῖς, Καλλ. Ἀποσπ. 114, Θεοκρ. Ἐπ. 17. 9, Ἡρῴδ. παρὰ Στοβ. τ. 116. 22).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vie;<br /><b>2</b> genre de vie;<br /><b>3</b> moyens de vivre, ressources : τὴν ζόην <i>(ion.)</i> ποιεῖσθαι ἔκ τινος HDT se créer avec qch les moyens de vivre.<br />'''Étymologie:''' [[ζάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth