Anonymous

δόγμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] τό, 1) die Meinung, τῷ τῶν πολλῶν δόγματι καὶ ῥήματι χρώμενοι Plat. Soph. 265 c, u. öfter; περὶ δικαίων καὶ καλῶν Rep. VII, 538 c. Gew. – 2) Beschluß, Verordnung; πόλεως Plat. Legg. I, 644 d; Dem. 18, 154; καὶ νόμιμα 26, 13; [[δόγμα]] ποιεῖσθαι, beschließen, Xen. An. 8, 3, 5 u. sonst. Oft Pol. u. Folgde; Lehrsätze der Philosophen; Plut. adv. Col.; D. L. 3, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] τό, 1) die Meinung, τῷ τῶν πολλῶν δόγματι καὶ ῥήματι χρώμενοι Plat. Soph. 265 c, u. öfter; περὶ δικαίων καὶ καλῶν Rep. VII, 538 c. Gew. – 2) Beschluß, Verordnung; πόλεως Plat. Legg. I, 644 d; Dem. 18, 154; καὶ νόμιμα 26, 13; [[δόγμα]] ποιεῖσθαι, beschließen, Xen. An. 8, 3, 5 u. sonst. Oft Pol. u. Folgde; Lehrsätze der Philosophen; Plut. adv. Col.; D. L. 3, 52.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> opinion;<br /><b>2</b> décision, décret, arrêt.<br />'''Étymologie:''' R. Δοκ, cf. [[δοκέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δόγμα''': τό, ([[δοκέω]]) ὅ,τι φαίνεται εἴς τινα (καλόν), γνώμη, [[δόξα]]· ἰδίως φιλοσοφικὴ [[δοξασία]], Λατ. placitum, Πλάτ. Πολ. 538C, κτλ. 2) δημοσία γνώμη, [[ψήφισμα]], [[ἀπόφασις]], Ἀνδοκ. 29. 30, Πλάτ. Νόμ. 644D· τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δ. Δημ. 62. 4., 278. 17, κλ.· [[δόγμα]] ποιεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἀν. 3. 3, 5· - ἀλλὰ δὲν κεῖται ἐπὶ ἀποφάσεων τῆς Ἀθήνησιν ἐκκλησίας, αἵτινες ἐκαλοῦντο ψηφίσματα.
|lstext='''δόγμα''': τό, ([[δοκέω]]) ὅ,τι φαίνεται εἴς τινα (καλόν), γνώμη, [[δόξα]]· ἰδίως φιλοσοφικὴ [[δοξασία]], Λατ. placitum, Πλάτ. Πολ. 538C, κτλ. 2) δημοσία γνώμη, [[ψήφισμα]], [[ἀπόφασις]], Ἀνδοκ. 29. 30, Πλάτ. Νόμ. 644D· τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δ. Δημ. 62. 4., 278. 17, κλ.· [[δόγμα]] ποιεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἀν. 3. 3, 5· - ἀλλὰ δὲν κεῖται ἐπὶ ἀποφάσεων τῆς Ἀθήνησιν ἐκκλησίας, αἵτινες ἐκαλοῦντο ψηφίσματα.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> opinion;<br /><b>2</b> décision, décret, arrêt.<br />'''Étymologie:''' R. Δοκ, cf. [[δοκέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR