Anonymous

ζάλη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1136.png Seite 1136]] ἡ (vgl. [[σάλος]] u. [[ζέΕω]]), heftige Bewegung des Meeres, Wogengebraus, Sturm u. Unwetter übh., nach VLL, ταραχὴ καὶ [[κλόνος]] ὑδάτων (nach Eust. παρὰ τὸ ζέειν τὴν ἅλα), συστροφὴ ἀνέμων μεγάλων, od. nach Suid. ἀπὸ τοῦ [[σφόδρα]] ἁλίζεσθαι. So ἀνιαραί Pind. Ol. 12, 12; ὀμβρόκτυπος Aesch. Ag. 651; [[κῦμα]] φοινίας ὑπὸ ζάλης κυκλεῖται, übertr., Soph. Ai. 345; πνευμάτων Plat. Tim. 43 c; ἐν χειμῶνι ὑπὸ κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου, d. i. Regengüsse, Rep. VI, 496 d; Suid. bemerkt τινὲς ζάλην τὴν χάλαζαν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1136.png Seite 1136]] ἡ (vgl. [[σάλος]] u. [[ζέΕω]]), heftige Bewegung des Meeres, Wogengebraus, Sturm u. Unwetter übh., nach VLL, ταραχὴ καὶ [[κλόνος]] ὑδάτων (nach Eust. παρὰ τὸ ζέειν τὴν ἅλα), συστροφὴ ἀνέμων μεγάλων, od. nach Suid. ἀπὸ τοῦ [[σφόδρα]] ἁλίζεσθαι. So ἀνιαραί Pind. Ol. 12, 12; ὀμβρόκτυπος Aesch. Ag. 651; [[κῦμα]] φοινίας ὑπὸ ζάλης κυκλεῖται, übertr., Soph. Ai. 345; πνευμάτων Plat. Tim. 43 c; ἐν χειμῶνι ὑπὸ κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου, d. i. Regengüsse, Rep. VI, 496 d; Suid. bemerkt τινὲς ζάλην τὴν χάλαζαν.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> agitation violente des flots ; tempête sur mer ; <i>fig.</i> tempête ; flot de sang;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tempête, <i>en gén.</i> ouragan, orage.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζάλη''': ᾰ, ἡ, ἡ [[ἐξέγερσις]] τῆς θαλάσσης, [[τρικυμία]], (συστροφὴ ἀνέμων [[μεγάλη]], Ἡσύχ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Σοφ. Αἴ. 351, κτλ.· κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Πλάτ. Πολ. 496C· ζάλῃ πνευμάτων, διὰ θυελλῶν ἀνέμων, ὁ αὐτ. Τιμ. 43C· ζ. ἀνέμων, Πλούτ. 2. 993Ε· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, περὶ τῆς πυρίνης βροχῆς τῆς ἐκ τῆς Αἴτνης, Αἰσχύλ. Πρ. 371· - μεταφ., ζάλαι, τρικυμίαι, θλίψεις, Πίνδ. Ο. 12. 16. (Πιθ. [[τύπος]] τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ζέω, Curt. no. 567· [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] [[ζάλος]], [[ζαλάω]], [[ζαλόεις]]).
|lstext='''ζάλη''': ᾰ, ἡ, ἡ [[ἐξέγερσις]] τῆς θαλάσσης, [[τρικυμία]], (συστροφὴ ἀνέμων [[μεγάλη]], Ἡσύχ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Σοφ. Αἴ. 351, κτλ.· κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Πλάτ. Πολ. 496C· ζάλῃ πνευμάτων, διὰ θυελλῶν ἀνέμων, ὁ αὐτ. Τιμ. 43C· ζ. ἀνέμων, Πλούτ. 2. 993Ε· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, περὶ τῆς πυρίνης βροχῆς τῆς ἐκ τῆς Αἴτνης, Αἰσχύλ. Πρ. 371· - μεταφ., ζάλαι, τρικυμίαι, θλίψεις, Πίνδ. Ο. 12. 16. (Πιθ. [[τύπος]] τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ζέω, Curt. no. 567· [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] [[ζάλος]], [[ζαλάω]], [[ζαλόεις]]).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> agitation violente des flots ; tempête sur mer ; <i>fig.</i> tempête ; flot de sang;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tempête, <i>en gén.</i> ouragan, orage.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}
{{grml
{{grml