3,277,637
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1202.png Seite 1202]] fut. θέρσω, wärmen, erwärmen, erst Sp., wie ὀξύταται θέρον αὐγαὶ ἠελίου Ap. Rh. 4, 1312; auch [[ἕλκος]], Nic. Th. 687. – Gew. med. θέρομαι, θέρσομαι, aor. aus dem pass., ἐθέρην, conj. θερέω, sich erwärmen, warm, heiß werden, αὐτίκ' [[ἐπεί]] κε πυρὸς θερέω, ἀλέη τε γένηται Od. 17, 23, am Feuer, vgl. 19, 64; θερσόμενος ib. 507; aber passivisch πυρὸς δηΐοιο θέρεσθαι, vom verzehrenden Feuer verbrannt werden, Iliad. 6, 331. 11, 667; θέρου Ar. Plut. 953; öfter bei sp. D., ἁ [[πέτρα]] θέρεται Ep. ad. 22 (XII, 61), δισσῷ πυρὶ πάντα θέροιτο Antp. Sid. 31 (Plan.,167); von der Liebe, ἀρσενικῷ θέρεται πυρί Callim. 9 (V, 6). Einzeln auch in Prosa, [[ὁπόταν]] ῥιγῶν θέρηται καὶ θερμαινόμενος [[ἐνίοτε]] ψύχηται Plat. Phil. 46 c; Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1202.png Seite 1202]] fut. θέρσω, wärmen, erwärmen, erst Sp., wie ὀξύταται θέρον αὐγαὶ ἠελίου Ap. Rh. 4, 1312; auch [[ἕλκος]], Nic. Th. 687. – Gew. med. θέρομαι, θέρσομαι, aor. aus dem pass., ἐθέρην, conj. θερέω, sich erwärmen, warm, heiß werden, αὐτίκ' [[ἐπεί]] κε πυρὸς θερέω, ἀλέη τε γένηται Od. 17, 23, am Feuer, vgl. 19, 64; θερσόμενος ib. 507; aber passivisch πυρὸς δηΐοιο θέρεσθαι, vom verzehrenden Feuer verbrannt werden, Iliad. 6, 331. 11, 667; θέρου Ar. Plut. 953; öfter bei sp. D., ἁ [[πέτρα]] θέρεται Ep. ad. 22 (XII, 61), δισσῷ πυρὶ πάντα θέροιτο Antp. Sid. 31 (Plan.,167); von der Liebe, ἀρσενικῷ θέρεται πυρί Callim. 9 (V, 6). Einzeln auch in Prosa, [[ὁπόταν]] ῥιγῶν θέρηται καὶ θερμαινόμενος [[ἐνίοτε]] ψύχηται Plat. Phil. 46 c; Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>inus. en prose à l'Act.</i><br /><b>1</b> échauffer, brûler;<br /><b>2</b> fomenter, tenir chaud;<br /><i><b>Moy.</b></i> v. [[θέρομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θέρω''': (ἴδε ἐν τέλ.), [[θερμαίνω]], ζεσταίνω, θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1312· θέρων [[ἕλκος]] = θεραπεύων, Λατ. fovens ulcus, Νικ. Θ. 687: - ἀλλαχοῦ, ΙΙ. μόνον ἐν τῷ Παθ. θέρομαι, μετὰ Μέσ. μέλλ. θέρσομαι, Ὀδ. Τ. 507· ἀόρ. β΄ ἐθέρην (ἐν Ἐπ. ὑποτακτ. θερέω ἀντὶ θερῶ, Ρ. 23): - Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει [[ἐνιαχοῦ]] καὶ παρὰ πεζοῖς), [[γίνομαι]] [[ζεστός]], [[θερμός]], θερμαίνομαι, νήησαν ξύλα πολλά, [[φόως]] [[ἔμεν]] ἠδὲ θέρεσθαι Γ. 64, πρβλ. 507· ἐπεί κε πυρὸς θερέω, πυρὶ θερμανθῶ, Ρ. 23 οὕτω βραδύτερον, θέρου, θερμαίνου, ζεσταίνου, Ἀριστοφ. Πλ. 953· [[ὁπόταν]]... τις... ῥιγῶν ποτε θέρηται Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 46C· εἶδον Ἡράκλειτον θερόμενον πρὸς τῷ ἰπνῷ Ἀριστ. Μορ. Ζ. 1. 5, 6· θέρεσθαι πρὸς τὴν εἵλην Λουκ. Λεξιφ. 2· θέρεσθαι πυρί, ἐπὶ ἔρωτος, Καλλ. Ἐπ. 26· παρατατ. ἐθέροντο Φιλόστρ. 69, Ἀλκίφρων 1. 23. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[γίνομαι]] [[θερμός]], Ἀρχέλ. παρὰ Πλουτ. 2. 954F· μὴ... ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται, [[μήπως]] καῇ διὰ [[πυρός]], Ἰλ. Ζ. 331, πρβλ. Λ. 667. (Ἐκ τῆς √ΘΕΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ θέρος, θερίζω, θέρμω, θερμός, θερμαίνω ([[ὡσαύτως]] [[ἴσως]] θάλπω, καὶ θεράπων, θεραπεύω)· πρβλ. Σανσκρ. ghar (lucere), ghar-mas (fervor)· Λατ. for-nus, for-nax, for-ceps, καὶ [[ἴσως]] fer-vo, ferveo, febris· Γοτθ. war-mjan (θάλπειν)· Ἀρχ. Σκανδιν. var-mr, Ἀγγλο-Σαξον. καὶ Ἀρχ. Γερμ. war-am (Ἀγγλ. warm), κτλ.) | |lstext='''θέρω''': (ἴδε ἐν τέλ.), [[θερμαίνω]], ζεσταίνω, θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1312· θέρων [[ἕλκος]] = θεραπεύων, Λατ. fovens ulcus, Νικ. Θ. 687: - ἀλλαχοῦ, ΙΙ. μόνον ἐν τῷ Παθ. θέρομαι, μετὰ Μέσ. μέλλ. θέρσομαι, Ὀδ. Τ. 507· ἀόρ. β΄ ἐθέρην (ἐν Ἐπ. ὑποτακτ. θερέω ἀντὶ θερῶ, Ρ. 23): - Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει [[ἐνιαχοῦ]] καὶ παρὰ πεζοῖς), [[γίνομαι]] [[ζεστός]], [[θερμός]], θερμαίνομαι, νήησαν ξύλα πολλά, [[φόως]] [[ἔμεν]] ἠδὲ θέρεσθαι Γ. 64, πρβλ. 507· ἐπεί κε πυρὸς θερέω, πυρὶ θερμανθῶ, Ρ. 23 οὕτω βραδύτερον, θέρου, θερμαίνου, ζεσταίνου, Ἀριστοφ. Πλ. 953· [[ὁπόταν]]... τις... ῥιγῶν ποτε θέρηται Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 46C· εἶδον Ἡράκλειτον θερόμενον πρὸς τῷ ἰπνῷ Ἀριστ. Μορ. Ζ. 1. 5, 6· θέρεσθαι πρὸς τὴν εἵλην Λουκ. Λεξιφ. 2· θέρεσθαι πυρί, ἐπὶ ἔρωτος, Καλλ. Ἐπ. 26· παρατατ. ἐθέροντο Φιλόστρ. 69, Ἀλκίφρων 1. 23. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[γίνομαι]] [[θερμός]], Ἀρχέλ. παρὰ Πλουτ. 2. 954F· μὴ... ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται, [[μήπως]] καῇ διὰ [[πυρός]], Ἰλ. Ζ. 331, πρβλ. Λ. 667. (Ἐκ τῆς √ΘΕΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ θέρος, θερίζω, θέρμω, θερμός, θερμαίνω ([[ὡσαύτως]] [[ἴσως]] θάλπω, καὶ θεράπων, θεραπεύω)· πρβλ. Σανσκρ. ghar (lucere), ghar-mas (fervor)· Λατ. for-nus, for-nax, for-ceps, καὶ [[ἴσως]] fer-vo, ferveo, febris· Γοτθ. war-mjan (θάλπειν)· Ἀρχ. Σκανδιν. var-mr, Ἀγγλο-Σαξον. καὶ Ἀρχ. Γερμ. war-am (Ἀγγλ. warm), κτλ.) | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |