Anonymous

καθιδρύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1285.png Seite 1285]] (s. [[ἱδρύω]]), sich niedersetzen lassen; Ὀδυσῆα καθίδρυε Od. 20, 257; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Eur. Bacch. 1337; aufstellen, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καθίδρυκεν ἡ [[φύσις]] Arist. part. anim. 3, 4; ansiedeln, ἐν χωρίῳ D. Hal. 3, 43; – pass. sich niederlassen, ansiedeln, [[ὅπου]] καθιδρυθέντε διαγενοίμεθ' ἄν Ar. Av. 45; [[αὐτοῦ]] καθιδρυμένος ἐν πόλει Plat. Soph. 224 d; Sp., wie D. Hal. ἐκβιβάσας τὸν λεὼν [[αὐτοῦ]] καθιδρύεται 1, 12; καθιδρυνθέντες ἐς [[Ἀργώ]] Theocr. 13, 28, sich setzen. – Med., bes. ein Götterbild aufstellen u. weihen, Eur. I. T. 1481, vgl. Cycl. 317; καθιδρύσατο βωμόν Ep. ad. 166 (App. 143).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1285.png Seite 1285]] (s. [[ἱδρύω]]), sich niedersetzen lassen; Ὀδυσῆα καθίδρυε Od. 20, 257; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Eur. Bacch. 1337; aufstellen, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καθίδρυκεν ἡ [[φύσις]] Arist. part. anim. 3, 4; ansiedeln, ἐν χωρίῳ D. Hal. 3, 43; – pass. sich niederlassen, ansiedeln, [[ὅπου]] καθιδρυθέντε διαγενοίμεθ' ἄν Ar. Av. 45; [[αὐτοῦ]] καθιδρυμένος ἐν πόλει Plat. Soph. 224 d; Sp., wie D. Hal. ἐκβιβάσας τὸν λεὼν [[αὐτοῦ]] καθιδρύεται 1, 12; καθιδρυνθέντες ἐς [[Ἀργώ]] Theocr. 13, 28, sich setzen. – Med., bes. ein Götterbild aufstellen u. weihen, Eur. I. T. 1481, vgl. Cycl. 317; καθιδρύσατο βωμόν Ep. ad. 166 (App. 143).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire asseoir : τινα qqn;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> asseoir, établir, fixer;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθιδρύομαι ériger, dédier, consacrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱδρύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθιδρύω''': μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ [[καθέζομαι]], βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, Ὀδυσῆα καθίδρυε Ὀδ. Υ. 257· μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Εὐρ. Βάκχ. 1339. - Παθ., ἐγκαθιδρύομαι, κατοικῶ, τόπον ἀπράγμονα [[ὅποι]] καθιδρυθέντες διαγενοίμεθ’ ἄν Ἀριστοφ. Ὄρν. 45· καθιδρυμένος ἐν πόλει Πλάτ. Σοφιστ. 224D· κοίλαν δὲ καθιδρυθέντες ἐς [[Ἀργώ]], καθίσαντες, Θεόκρ. 13. 28. 2) θέτω, τοποθετῶ, ἐν τοῖς τιμιωτάτοις τὸ τιμιώτατον (δηλ. τὴν καρδίαν) καθίδρυκεν ἡ [[φύσις]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6· [[περιορίζω]], ἐφ’ ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. - Παθ., καθ. ἐς ἑαυτῶν χώραν Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, πρβλ. Προρρ. 102F· ἐν αἷς ἱστορίαις τὴν ἀλήθειαν καθιδρῦσθαι ὑπολαμβάνομεν Διον. Ἁλ. 1. 1. 3) καθιερῶ, ἀφιερώνω, Εὐρ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται [[μέσον]] ἀόρ. α΄ (Ι. Τ. 1481), καὶ παθ. πρκμ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασ. (Κύκλ. 318), πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 143. - Παθ., Ποσειδεῶνος τοῦ καθιδρυθέντος ὑπό… Συλλ. Ἐπιγρ. 2655. 5. 4) [[ἱδρύω]], [[κτίζω]], [[ἀνεγείρω]], [[γυμνάσιον]] Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 12).
|lstext='''καθιδρύω''': μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ [[καθέζομαι]], βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, Ὀδυσῆα καθίδρυε Ὀδ. Υ. 257· μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Εὐρ. Βάκχ. 1339. - Παθ., ἐγκαθιδρύομαι, κατοικῶ, τόπον ἀπράγμονα [[ὅποι]] καθιδρυθέντες διαγενοίμεθ’ ἄν Ἀριστοφ. Ὄρν. 45· καθιδρυμένος ἐν πόλει Πλάτ. Σοφιστ. 224D· κοίλαν δὲ καθιδρυθέντες ἐς [[Ἀργώ]], καθίσαντες, Θεόκρ. 13. 28. 2) θέτω, τοποθετῶ, ἐν τοῖς τιμιωτάτοις τὸ τιμιώτατον (δηλ. τὴν καρδίαν) καθίδρυκεν ἡ [[φύσις]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6· [[περιορίζω]], ἐφ’ ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. - Παθ., καθ. ἐς ἑαυτῶν χώραν Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, πρβλ. Προρρ. 102F· ἐν αἷς ἱστορίαις τὴν ἀλήθειαν καθιδρῦσθαι ὑπολαμβάνομεν Διον. Ἁλ. 1. 1. 3) καθιερῶ, ἀφιερώνω, Εὐρ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται [[μέσον]] ἀόρ. α΄ (Ι. Τ. 1481), καὶ παθ. πρκμ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασ. (Κύκλ. 318), πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 143. - Παθ., Ποσειδεῶνος τοῦ καθιδρυθέντος ὑπό… Συλλ. Ἐπιγρ. 2655. 5. 4) [[ἱδρύω]], [[κτίζω]], [[ἀνεγείρω]], [[γυμνάσιον]] Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 12).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire asseoir : τινα qqn;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> asseoir, établir, fixer;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθιδρύομαι ériger, dédier, consacrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱδρύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth