Anonymous

καθοσιόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] heiligen, weihen, opfern, πόπανα καὶ θύματα καθωσιώθη Ar. Plut. 660, Sp., wie D. Hal. 2, 23; auch im med., Eur. I. T. 4320; sich weihen, τινί, z. B. φίλτατόν τε [[ὄντα]] καὶ καθωσιωμένον τῷ Μαξιμίνῳ Hdn. 7, 6, 10; – reinigen, τὴν πόλιν καθαρμοῖς Plut. Sol. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] heiligen, weihen, opfern, πόπανα καὶ θύματα καθωσιώθη Ar. Plut. 660, Sp., wie D. Hal. 2, 23; auch im med., Eur. I. T. 4320; sich weihen, τινί, z. B. φίλτατόν τε [[ὄντα]] καὶ καθωσιωμένον τῷ Μαξιμίνῳ Hdn. 7, 6, 10; – reinigen, τὴν πόλιν καθαρμοῖς Plut. Sol. 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> consacrer, offrir en sacrifice;<br /><b>2</b> sanctifier, purifier, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καθοσιόομαι]], [[καθοσιοῦμαι]] faire consacrer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁσιόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθοσιόω''': ὡς τὸ [[καθιερόω]], [[ἀνατίθημι]], ἀφιερῶ, [[ἄγαλμα]] Πολυδ. Α΄, 11: - Μέσ., ὃν θεῷ καθωσιώσατο Εὐρ. Ι. Τ. 1320: Παθ., [[ἐπεὶ]] δὲ βωμῷ πόπανα καὶ προθύματα καθωσιώθη Ἀριστοφ. Πλ. 661, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 23· καθωσιωμένος τινί, ἀφωσιωμένος εἴς τινα, ἐπὶ προσώπων, Ἡρῳδιαν. 7. 6, πρβλ. Εὐστ. Ἱστ. Ἐκκλ. 9. 1. 2) καθ. πόλιν καθαρμοῖς, ἁγνίζειν, Πλουτ. Σόλων 12.
|lstext='''καθοσιόω''': ὡς τὸ [[καθιερόω]], [[ἀνατίθημι]], ἀφιερῶ, [[ἄγαλμα]] Πολυδ. Α΄, 11: - Μέσ., ὃν θεῷ καθωσιώσατο Εὐρ. Ι. Τ. 1320: Παθ., [[ἐπεὶ]] δὲ βωμῷ πόπανα καὶ προθύματα καθωσιώθη Ἀριστοφ. Πλ. 661, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 23· καθωσιωμένος τινί, ἀφωσιωμένος εἴς τινα, ἐπὶ προσώπων, Ἡρῳδιαν. 7. 6, πρβλ. Εὐστ. Ἱστ. Ἐκκλ. 9. 1. 2) καθ. πόλιν καθαρμοῖς, ἁγνίζειν, Πλουτ. Σόλων 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> consacrer, offrir en sacrifice;<br /><b>2</b> sanctifier, purifier, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καθοσιόομαι]], [[καθοσιοῦμαι]] faire consacrer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁσιόω]].
}}
}}
{{elru
{{elru