Anonymous

καρίς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] ῖδος, ἡ, auch ίδος, bes. att., ein kleiner länglicher Seekrebs, Squillenkrebs; Ath. III, 105 mit Beispielen aus den Comic.; Ar. Vesp. 1522, wo ι kurz ist; vgl. Lob. zu Phryn. p. 171.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] ῖδος, ἡ, auch ίδος, bes. att., ein kleiner länglicher Seekrebs, Squillenkrebs; Ath. III, 105 mit Beispielen aus den Comic.; Ar. Vesp. 1522, wo ι kurz ist; vgl. Lob. zu Phryn. p. 171.
}}
{{bailly
|btext=ῖδος <i>ou</i> ίδος (ἡ) :<br />squille, écrevisse de mer, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG dim. populaire de [[κάραβος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾱρίς''': (περὶ τῆς γεν. ἴδε ἐν τέλει), ἡ· - μικρὸν ὀστρακόδερμον, κοινῶς «καρίδα» ἢ «γαρίδα», Ἀναν. 1, καὶ παρὰ κωμικοῖς (ἴδε κατωτ.)· Δωρ. κουρὶς ἢ [[κωρίς]], Σώφρων, Ἐπίχ. καὶ Σιμωνίδ. παρ’ Ἀθην. 106D καὶ Ε. (ῐ παρ’ Ἀναν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 1522, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 26, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 3, ἐν «Δημ.» 21· ἀλλὰ βραδύτερον ῑ, γεν. ῖδος, Ἀραρος, Ἄλεξις, Εὔβουλος, κλ. παρ’ Ἀθην. 105 κἑξ.· πρβλ. Spitzn. Vers. Heroic. σ. 49, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 171).
|lstext='''κᾱρίς''': (περὶ τῆς γεν. ἴδε ἐν τέλει), ἡ· - μικρὸν ὀστρακόδερμον, κοινῶς «καρίδα» ἢ «γαρίδα», Ἀναν. 1, καὶ παρὰ κωμικοῖς (ἴδε κατωτ.)· Δωρ. κουρὶς ἢ [[κωρίς]], Σώφρων, Ἐπίχ. καὶ Σιμωνίδ. παρ’ Ἀθην. 106D καὶ Ε. (ῐ παρ’ Ἀναν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 1522, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 26, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 3, ἐν «Δημ.» 21· ἀλλὰ βραδύτερον ῑ, γεν. ῖδος, Ἀραρος, Ἄλεξις, Εὔβουλος, κλ. παρ’ Ἀθην. 105 κἑξ.· πρβλ. Spitzn. Vers. Heroic. σ. 49, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 171).
}}
{{bailly
|btext=ῖδος <i>ou</i> ίδος (ἡ) :<br />squille, écrevisse de mer, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG dim. populaire de [[κάραβος]].
}}
}}
{{grml
{{grml