Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθομιλέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1288.png Seite 1288]] = simplez, Sp., bes. durch seinen Umgang, durch Unterhaltung zu gewinnen suchen, für sich einnehmen, τινά, τοὺς μὲν γνωρίμους καθομιλεῖν, τοὺς δὲ πολλοὺς δημαγωγεῖν Arist. pol. 5, 11; Ath. XII, 535 e; τοὺς καιρούς, sich in die Zeit schicken, ibd. 513 b u. sonst; pass., Φίλιππον ὑπ ὸ τοῦ Δημάδο υ καθομιληθέν τα ταῖς Ἀττικαῖς χάρισιν D. Sic. 16, 87. – Aber ἡ καθωμιλημένη [[δόξα]] περὶ [[αὐτοῦ]] ist die über ihn verbreitete Ansicht, Pol. 10, 5, 9; so bei Gramm. καθωμίληται ἡ [[λέξις]], ist gebräuchlich, Greg. Cor. p. 353; auch von dem, was sprichwörtlich geworden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1288.png Seite 1288]] = simplez, Sp., bes. durch seinen Umgang, durch Unterhaltung zu gewinnen suchen, für sich einnehmen, τινά, τοὺς μὲν γνωρίμους καθομιλεῖν, τοὺς δὲ πολλοὺς δημαγωγεῖν Arist. pol. 5, 11; Ath. XII, 535 e; τοὺς καιρούς, sich in die Zeit schicken, ibd. 513 b u. sonst; pass., Φίλιππον ὑπ ὸ τοῦ Δημάδο υ καθομιληθέν τα ταῖς Ἀττικαῖς χάρισιν D. Sic. 16, 87. – Aber ἡ καθωμιλημένη [[δόξα]] περὶ [[αὐτοῦ]] ist die über ihn verbreitete Ansicht, Pol. 10, 5, 9; so bei Gramm. καθωμίληται ἡ [[λέξις]], ist gebräuchlich, Greg. Cor. p. 353; auch von dem, was sprichwörtlich geworden.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se concilier par des relations, par des entretiens.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁμιλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθομῑλέω''': μέλλ. -ήσω, ἑλκύω διὰ τῆς καθ’ ἡμέραν συναναστροφῆς, κτῶμαι τὴν εὔνοιάν τινος, τοὺς γνωρίμους Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 33. πρβλ. Πλούτ. 2. 52Ε, καὶ ἐν Καίσ. 15 ([[ἔνθα]] [[ἄλλοτε]] καθωμάλισε ἀντὶ καθωμίλησε), Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 63· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., καθομιλῶ τῷ πλήθει, [[ἔρχομαι]] εἰς συγκοινωνίαν, σχετίζομαι μετὰ τοῦ λαοῦ, Διόδ. 14. 70· οὕτω, καθ. τοὺς καιροὺς ἢ τοῖς καιροῖς, φέρεσθαι κατὰ τὰς περιστάσεις, Λατ. inservire temporibus, Ἀθήν. 513Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 47, 546, 1001: - Παθ., ὑπὸ Δημάδου καθομιληθεὶς Διόδ. 16. 87. ΙΙ. Παθ., ἡ καθωμιλημένη [[δόξα]], ἡ διαδεδομένη παρὰ τοῖς πολλοῖς [[δοξασία]], Πολύβ. 10, 5, 9· ὑφ’ ἧς ὁ [[σαρδόνιος]] [[γέλως]] οὐκ εὐφήμως ἐν τῷ βίῳ καθωμίληται, κατήντησε [[παροιμιώδης]], Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμακ. 14· - Ἐπίρρ. καθωμιλημένως Εὐστ. Πονημ. 302. 29. - Περὶ τοῦ καθωμίληται καὶ καθωμιλημένη [[γλῶσσα]] ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 1.
|lstext='''καθομῑλέω''': μέλλ. -ήσω, ἑλκύω διὰ τῆς καθ’ ἡμέραν συναναστροφῆς, κτῶμαι τὴν εὔνοιάν τινος, τοὺς γνωρίμους Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 33. πρβλ. Πλούτ. 2. 52Ε, καὶ ἐν Καίσ. 15 ([[ἔνθα]] [[ἄλλοτε]] καθωμάλισε ἀντὶ καθωμίλησε), Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 63· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., καθομιλῶ τῷ πλήθει, [[ἔρχομαι]] εἰς συγκοινωνίαν, σχετίζομαι μετὰ τοῦ λαοῦ, Διόδ. 14. 70· οὕτω, καθ. τοὺς καιροὺς ἢ τοῖς καιροῖς, φέρεσθαι κατὰ τὰς περιστάσεις, Λατ. inservire temporibus, Ἀθήν. 513Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 47, 546, 1001: - Παθ., ὑπὸ Δημάδου καθομιληθεὶς Διόδ. 16. 87. ΙΙ. Παθ., ἡ καθωμιλημένη [[δόξα]], ἡ διαδεδομένη παρὰ τοῖς πολλοῖς [[δοξασία]], Πολύβ. 10, 5, 9· ὑφ’ ἧς ὁ [[σαρδόνιος]] [[γέλως]] οὐκ εὐφήμως ἐν τῷ βίῳ καθωμίληται, κατήντησε [[παροιμιώδης]], Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμακ. 14· - Ἐπίρρ. καθωμιλημένως Εὐστ. Πονημ. 302. 29. - Περὶ τοῦ καθωμίληται καὶ καθωμιλημένη [[γλῶσσα]] ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se concilier par des relations, par des entretiens.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁμιλέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm