Anonymous

καδίσκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1279.png Seite 1279]] ὁ, dasselbe, Stimmurne, εἰς ὃ ἐψηφοφόρουν οἱ δικασταί, VLL.; vgl. Schol. Ar. Vesp. 320. 981; oft bei den Rednern, Lys. 13, 37 Is. 11, 21; τοὺς καδίσκους τιθέναι Dem. 59, 90; Sp., τοὺς καδίσκους ἀνατρεπόντων ἢ τὰς ψήφους ἁρπαζόντων D. Hal. 10, 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1279.png Seite 1279]] ὁ, dasselbe, Stimmurne, εἰς ὃ ἐψηφοφόρουν οἱ δικασταί, VLL.; vgl. Schol. Ar. Vesp. 320. 981; oft bei den Rednern, Lys. 13, 37 Is. 11, 21; τοὺς καδίσκους τιθέναι Dem. 59, 90; Sp., τοὺς καδίσκους ἀνατρεπόντων ἢ τὰς ψήφους ἁρπαζόντων D. Hal. 10, 39.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />petite urne pour le vote des juges dans les procès criminels.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κάδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰδίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κάδος]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16. ΙΙ. [[κάλπη]]: ἐν ἐγκληματικαῖς δίκαις ὑπῆρχον συνήθως δύο καδίσκοι, εἰς οὓς οἱ δικασταὶ ἔρριπτον τὰς ψήφους, εἰς τὴν μίαν τὰς καταδικαστικὰς καὶ εἰς τὴν [[ἄλλην]] τὰς μὴ τοιαύτας, ὁ [[καδίσκος]] δέ σοι ὁ μὲν ἀπολύων [[οὗτος]], ὁ δ’ ἀπολλὺς ὁδὶ Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 853, Λυσίαν 133. 12, Λυκοῦργ. 169. 12, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κημός]])· - ἀλλ’ ἐν πολιτικαῖς ὑποθέσεσιν [[ὁσάκις]] ζήτημά τι ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ ἐπιδεχόμενον πλείονας λύσεις τῶν δύο, ἐτοποθετεῖτο [[ἀνάλογος]] [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] καδίσκων, π. χ. [[τέσσαρες]], Δημ. 1053. 3, πρβλ Schömann εἰς Ἰσαῖον περὶ τοῦ Ἁγνίου § 21· - πρβλ. [[κάδδιχος]]. - Καθ’ Ἡσύχ: «καδίσκοι· σιπύαι, εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν. καὶ τὰ ἀγγεῖα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον».
|lstext='''κᾰδίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κάδος]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16. ΙΙ. [[κάλπη]]: ἐν ἐγκληματικαῖς δίκαις ὑπῆρχον συνήθως δύο καδίσκοι, εἰς οὓς οἱ δικασταὶ ἔρριπτον τὰς ψήφους, εἰς τὴν μίαν τὰς καταδικαστικὰς καὶ εἰς τὴν [[ἄλλην]] τὰς μὴ τοιαύτας, ὁ [[καδίσκος]] δέ σοι ὁ μὲν ἀπολύων [[οὗτος]], ὁ δ’ ἀπολλὺς ὁδὶ Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 853, Λυσίαν 133. 12, Λυκοῦργ. 169. 12, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κημός]])· - ἀλλ’ ἐν πολιτικαῖς ὑποθέσεσιν [[ὁσάκις]] ζήτημά τι ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ ἐπιδεχόμενον πλείονας λύσεις τῶν δύο, ἐτοποθετεῖτο [[ἀνάλογος]] [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] καδίσκων, π. χ. [[τέσσαρες]], Δημ. 1053. 3, πρβλ Schömann εἰς Ἰσαῖον περὶ τοῦ Ἁγνίου § 21· - πρβλ. [[κάδδιχος]]. - Καθ’ Ἡσύχ: «καδίσκοι· σιπύαι, εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν. καὶ τὰ ἀγγεῖα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />petite urne pour le vote des juges dans les procès criminels.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κάδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml