3,277,206
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui s'abaisse : καταρρακτὴ [[θύρα]] PLUT porte qui s'abaisse, trappe <i>ou</i> guichet.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καταράσσω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταρρακτός''': ή, όν,= τῷ προηγ., κ. [[θύρα]], [[καταρράκτης]], κλαβανή, (porta cataracta παρὰ τῷ Λιβίῳ), [[ὑπερῷον]] θύρᾳ καταρρακτῇ κλειόμενον Πλουτ. Ἄρατ. 26· ἡ καὶ ἐπιρρακτὴ [[θύρα]] λεγομένη καὶ καταπακτή, ἰδ. ἐν. λ. [[καταπακτός]]. | |lstext='''καταρρακτός''': ή, όν,= τῷ προηγ., κ. [[θύρα]], [[καταρράκτης]], κλαβανή, (porta cataracta παρὰ τῷ Λιβίῳ), [[ὑπερῷον]] θύρᾳ καταρρακτῇ κλειόμενον Πλουτ. Ἄρατ. 26· ἡ καὶ ἐπιρρακτὴ [[θύρα]] λεγομένη καὶ καταπακτή, ἰδ. ἐν. λ. [[καταπακτός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |