Anonymous

οἰκίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0301.png Seite 301]] ein Haus bauen, gründen; Αἰγύπτῳ ᾤκισεν ἄστη, Pind. N. 10, 5; τὰν παρὰ Δίρκᾳ πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα, I. 7, 20; πόλιν, Ar. Av. 172; ἵν' ᾅδης ᾤκισται, Eur. Hec. 2; ὡς πάραυλον οἰκίσῃς, Soph. O. C. 781; von Menschen, sie ansiedeln, ἦ πού μ' ἐς ἄλλα δώματ' οἰκίζεις, Eur. I. A. 670; Ion 915; ἐς χθόνα, I. T. 30; er braucht auch das med., ὅπη γῆς πύργον οἰκιούμεθα, Heracl. 46, für uns; – χώρην, Her. 7, 143; νῆσον, Thuc. 1, 98; πόλιν, Plat. Rep. V, 470 e u. öfter; περὶ τὴν ᾠκισμένην αὐτῷ πόλιν, Legg. VI, 769 e; med., sich ansiedeln, wohnen, Conv. 195 c; ἐπὶ τῆς γῆς οἰκιζόμενοι, Phaed. 114 c; Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0301.png Seite 301]] ein Haus bauen, gründen; Αἰγύπτῳ ᾤκισεν ἄστη, Pind. N. 10, 5; τὰν παρὰ Δίρκᾳ πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα, I. 7, 20; πόλιν, Ar. Av. 172; ἵν' ᾅδης ᾤκισται, Eur. Hec. 2; ὡς πάραυλον οἰκίσῃς, Soph. O. C. 781; von Menschen, sie ansiedeln, ἦ πού μ' ἐς ἄλλα δώματ' οἰκίζεις, Eur. I. A. 670; Ion 915; ἐς χθόνα, I. T. 30; er braucht auch das med., ὅπη γῆς πύργον οἰκιούμεθα, Heracl. 46, für uns; – χώρην, Her. 7, 143; νῆσον, Thuc. 1, 98; πόλιν, Plat. Rep. V, 470 e u. öfter; περὶ τὴν ᾠκισμένην αὐτῷ πόλιν, Legg. VI, 769 e; med., sich ansiedeln, wohnen, Conv. 195 c; ἐπὶ τῆς γῆς οἰκιζόμενοι, Phaed. 114 c; Sp., wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ᾤκιζον]], <i>f. att.</i> οἰκιῶ, <i>ao.</i> ᾤκισα, <i>pf.</i> [[ᾤκικα]];<br /><i>Pass. f.</i> οἰκισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ᾠκίσθην]], <i>pf.</i> [[ᾤκισμαι]];<br /><b>I.</b> établir dans une demeure, installer τινά, qqn;<br /><b>II.</b> établir une habitation :<br /><b>1</b> fonder, bâtir ; <i>Pass.</i> être bâti;<br /><b>2</b> coloniser;<br /><i><b>Moy.</b></i> οἰκίζομαι (<i>f. att.</i> οἰκιοῦμαι) s'établir, <i>particul.</i> comme colon ; demeurer, résider.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκίζω''': μέλλ. Ἀττ. οἰκιῶ Θουκ. 1. 100., 6. 23· -ἀόρ. ᾤκισα, Ἰων. οἴκισα Ἡρόδ. 5. 42, ποιητ. ᾤκισσα Πινδ. Ι. 8. 20· -πρκμ. ᾤκικα (συν-) Στράβ. 544· ὑπερσ. ᾠκίκειν Ἀππ. Ἰβηρ. 100, Ἐμφυλ. 2. 26. - Μέσ., μέλλ. οἰκιοῦμαι Εὐρ. (ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 32, οἰκήσεται φαίνεται [[ἀναγκαῖον]])· - ἀόρ. ᾠκισάμην (κατ-) Ἰσοκρ. - Παθ., μέλλ. οἰκισθήσομαι Δημ. 59. 14, Ἀππ.· ἀόρ. ᾠκίσθην Θουκ., Πλάτ.: πρκμ. ᾤκισμαι Εὐρ. Ἑκ. 2, Ἰων. οἴκ- Ἡρόδ. 4. 12. - πρβλ. ἀν-, εἰσ-, ἐν-, κατ-, συνοικίζω· Ι. μετ’ αἰτ. πράγματ., [[ἱδρύω]] ὡς ἀποικίαν ἢ νέον συνοικισμόν, πόλιν Ἡρόδ. 1. 57., 6. 33 (κοινῶς οἴκησαν, πρβλ. 7. 170), Ἀριστοφ. Ὄρν. 172, Θουκ. 6. 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]], οἰκ. ἀπ’ ἄλλης οἴκισται ἐν.. Ἡρόδ. 4. 12, πρβλ. 2. 44. 2) [[κατοικίζω]] διὰ νέων ἐποίκων, χῶρον, χώρην ὁ αὐτ. 5. 42., 7. 143· νήσους Θουκ. 1. 8 (κοινῶς φέρεται ᾤκησαν)· μετὰ γεν. προσ., τὴν πόλιν.. ξυμμίκτων ἀνθρώπων οἰκίσας ὁ αὐτ. 6. 4· - Μέσ., ὄπῃ γῆς πύργον οἰκιούμεθα, εἰς ποῖον [[μέρος]] γῆς νὰ εὕρωμεν ἀσφαλῆ κατοικίαν, Εὐρ. Ἡρακλ. 46, πρβλ. Τρῳ. 435. - Παθ., Πλάτ. Πολ. 403Β, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 7. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, καθιστῶ, ἐγκαθιστῶ, ὃ τὰν μὲν παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα Πινδ. Ι. 8 (7). 43, πρβλ. Ἕρμαν. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 92· [[μεταφέρω]], ἐς ἄλλα δώματα, εἰς τήνδε χθόνα Εὐρ. Ι.Α. 670, Ι. Τ. 30· μεταφ., τὸν μὲν ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισεν, κατεβίβασεν ἐκ τοῦ ὕψους εἰς τὰ χαμηλά, Εὐρ. Ἡρακλ. 613. - Παθ., ἐγκαθίσταμαι εἴς τι [[μέρος]], [[ὑπάγω]] που καὶ κατοικῶ, Τυδεὺς ἐν Ἄργει [[ξεῖνος]] ὢν οἰκίζεται Σοφ. Ἀποσπ. 153, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 2, Πλάτ. Φαίδων 114C, κτλ. ΙΙΙ. = οἰκῶ, κατοικῶ, ὅκου περ οἰκίζουσιν οἵ τε προὔνικοι οἱ δρηπέται τε Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 12, πρβλ Μενάνδρ. γν. μονόστ. 572 «[[ἦθος]] πανοῦργον μακρὰν οἰκίζει θεοῦ».
|lstext='''οἰκίζω''': μέλλ. Ἀττ. οἰκιῶ Θουκ. 1. 100., 6. 23· -ἀόρ. ᾤκισα, Ἰων. οἴκισα Ἡρόδ. 5. 42, ποιητ. ᾤκισσα Πινδ. Ι. 8. 20· -πρκμ. ᾤκικα (συν-) Στράβ. 544· ὑπερσ. ᾠκίκειν Ἀππ. Ἰβηρ. 100, Ἐμφυλ. 2. 26. - Μέσ., μέλλ. οἰκιοῦμαι Εὐρ. (ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 32, οἰκήσεται φαίνεται [[ἀναγκαῖον]])· - ἀόρ. ᾠκισάμην (κατ-) Ἰσοκρ. - Παθ., μέλλ. οἰκισθήσομαι Δημ. 59. 14, Ἀππ.· ἀόρ. ᾠκίσθην Θουκ., Πλάτ.: πρκμ. ᾤκισμαι Εὐρ. Ἑκ. 2, Ἰων. οἴκ- Ἡρόδ. 4. 12. - πρβλ. ἀν-, εἰσ-, ἐν-, κατ-, συνοικίζω· Ι. μετ’ αἰτ. πράγματ., [[ἱδρύω]] ὡς ἀποικίαν ἢ νέον συνοικισμόν, πόλιν Ἡρόδ. 1. 57., 6. 33 (κοινῶς οἴκησαν, πρβλ. 7. 170), Ἀριστοφ. Ὄρν. 172, Θουκ. 6. 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]], οἰκ. ἀπ’ ἄλλης οἴκισται ἐν.. Ἡρόδ. 4. 12, πρβλ. 2. 44. 2) [[κατοικίζω]] διὰ νέων ἐποίκων, χῶρον, χώρην ὁ αὐτ. 5. 42., 7. 143· νήσους Θουκ. 1. 8 (κοινῶς φέρεται ᾤκησαν)· μετὰ γεν. προσ., τὴν πόλιν.. ξυμμίκτων ἀνθρώπων οἰκίσας ὁ αὐτ. 6. 4· - Μέσ., ὄπῃ γῆς πύργον οἰκιούμεθα, εἰς ποῖον [[μέρος]] γῆς νὰ εὕρωμεν ἀσφαλῆ κατοικίαν, Εὐρ. Ἡρακλ. 46, πρβλ. Τρῳ. 435. - Παθ., Πλάτ. Πολ. 403Β, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 7. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, καθιστῶ, ἐγκαθιστῶ, ὃ τὰν μὲν παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα Πινδ. Ι. 8 (7). 43, πρβλ. Ἕρμαν. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 92· [[μεταφέρω]], ἐς ἄλλα δώματα, εἰς τήνδε χθόνα Εὐρ. Ι.Α. 670, Ι. Τ. 30· μεταφ., τὸν μὲν ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισεν, κατεβίβασεν ἐκ τοῦ ὕψους εἰς τὰ χαμηλά, Εὐρ. Ἡρακλ. 613. - Παθ., ἐγκαθίσταμαι εἴς τι [[μέρος]], [[ὑπάγω]] που καὶ κατοικῶ, Τυδεὺς ἐν Ἄργει [[ξεῖνος]] ὢν οἰκίζεται Σοφ. Ἀποσπ. 153, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 2, Πλάτ. Φαίδων 114C, κτλ. ΙΙΙ. = οἰκῶ, κατοικῶ, ὅκου περ οἰκίζουσιν οἵ τε προὔνικοι οἱ δρηπέται τε Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 12, πρβλ Μενάνδρ. γν. μονόστ. 572 «[[ἦθος]] πανοῦργον μακρὰν οἰκίζει θεοῦ».
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ᾤκιζον]], <i>f. att.</i> οἰκιῶ, <i>ao.</i> ᾤκισα, <i>pf.</i> [[ᾤκικα]];<br /><i>Pass. f.</i> οἰκισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ᾠκίσθην]], <i>pf.</i> [[ᾤκισμαι]];<br /><b>I.</b> établir dans une demeure, installer τινά, qqn;<br /><b>II.</b> établir une habitation :<br /><b>1</b> fonder, bâtir ; <i>Pass.</i> être bâti;<br /><b>2</b> coloniser;<br /><i><b>Moy.</b></i> οἰκίζομαι (<i>f. att.</i> οἰκιοῦμαι) s'établir, <i>particul.</i> comme colon ; demeurer, résider.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater