Anonymous

μήτρα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] ἡ, die Gebärmutter; ὁ [[σκύμνος]] ἐν τῇ μήτρῃ ἐών, Her. 3, 108; τὸ δὲ [[τέκνον]] ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται, ibd.; vgl. Plat. Tim. 91 b; Sp., περὶ τῆς ἐν τῇ μήτρᾳ τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς, Luc. Vit. auct. 26. – Als Speise, s. Ath. III c. 51. – Bei Arist. H. A. 9, 41 eine Art Wespen. – Bei Theophr. Kern oder Mark der Bäume.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] ἡ, die Gebärmutter; ὁ [[σκύμνος]] ἐν τῇ μήτρῃ ἐών, Her. 3, 108; τὸ δὲ [[τέκνον]] ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται, ibd.; vgl. Plat. Tim. 91 b; Sp., περὶ τῆς ἐν τῇ μήτρᾳ τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς, Luc. Vit. auct. 26. – Als Speise, s. Ath. III c. 51. – Bei Arist. H. A. 9, 41 eine Art Wespen. – Bei Theophr. Kern oder Mark der Bäume.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />matrice, ventre <i>ou</i> sein de la mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μήτρα''': Ἰων. -τρη, ἡ, ([[μήτηρ]]) Λατ. matrix, Ἱππ. Προρρ. 106, Ἡρόδ. 3. 108, Πλάτ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἢ κυριολεκτικώτερον, τὸ [[στόμα]] τῆς ὑστέρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 22. 2) ἡ [[κοιλία]] τοῦ χοίρου, Λατ. vulva, θεωρουμένη ὡς ἔξοχον [[λίχνευμα]], μήτρας τόμοις Τηλεκλείδης, ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· μήτραν τινὲς πωλοῦσιν ἥδιστον [[κρέας]] Ἀντιφάν. ἐν «Φιλομήτορι» 1· [[ὑπὲρ]] μήτρας... ἀποθανεῖν Ἄλεξις ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 733C, Ἀθήν. 96F. 3) μεταφορ., ἡ πηγὴ ἢ ἀρχὴ πράγματός τινος, Διογ. Λ. 7. 46. ΙΙ. ἡ [[ἐντεριώνη]], ἡ καρδία δένδρων, «ψῖχα», Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 1. ΙΙ. [[βασίλισσα]] τῶν σφηκῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐργάται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 2· [[ὡσαύτως]] τῶν μελισσῶν, ὁ αὐτ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μήτρα]]· [[εἶδος]] [[σφηκός]]. καὶ τῶν ξύλων τὸ [[ἐντός]], ὃ καρδίαν τινὲς ἢ ἐντεριώνην καλοῦσι. καὶ νῦν ὁ [[κλῆρος]] ὑπὸ Σολέων, ὡς Κλείταρχος. καὶ ἡ τῆς γυναικός».
|lstext='''μήτρα''': Ἰων. -τρη, ἡ, ([[μήτηρ]]) Λατ. matrix, Ἱππ. Προρρ. 106, Ἡρόδ. 3. 108, Πλάτ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἢ κυριολεκτικώτερον, τὸ [[στόμα]] τῆς ὑστέρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 22. 2) ἡ [[κοιλία]] τοῦ χοίρου, Λατ. vulva, θεωρουμένη ὡς ἔξοχον [[λίχνευμα]], μήτρας τόμοις Τηλεκλείδης, ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· μήτραν τινὲς πωλοῦσιν ἥδιστον [[κρέας]] Ἀντιφάν. ἐν «Φιλομήτορι» 1· [[ὑπὲρ]] μήτρας... ἀποθανεῖν Ἄλεξις ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 733C, Ἀθήν. 96F. 3) μεταφορ., ἡ πηγὴ ἢ ἀρχὴ πράγματός τινος, Διογ. Λ. 7. 46. ΙΙ. ἡ [[ἐντεριώνη]], ἡ καρδία δένδρων, «ψῖχα», Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 1. ΙΙ. [[βασίλισσα]] τῶν σφηκῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐργάται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 2· [[ὡσαύτως]] τῶν μελισσῶν, ὁ αὐτ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μήτρα]]· [[εἶδος]] [[σφηκός]]. καὶ τῶν ξύλων τὸ [[ἐντός]], ὃ καρδίαν τινὲς ἢ ἐντεριώνην καλοῦσι. καὶ νῦν ὁ [[κλῆρος]] ὑπὸ Σολέων, ὡς Κλείταρχος. καὶ ἡ τῆς γυναικός».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />matrice, ventre <i>ou</i> sein de la mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
}}
}}
{{eles
{{eles