Anonymous

πάππας: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0466.png Seite 466]] ὁ, Papa, dem ersten Lallen der Kinber nachgebildet; im vocat., πάππα φίλε, Od. 6, 57, wie χαῖρε, πάππα φίλτατε Philem. bei Ath. VIII, 340 e; accus., πάππαν με καλοῦσι, Ar. Pax 120, wie Eccl. 645. Vgl. [[ἄππα]], ἄπφα, [[ἄττα]] u. [[μάμμα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0466.png Seite 466]] ὁ, Papa, dem ersten Lallen der Kinber nachgebildet; im vocat., πάππα φίλε, Od. 6, 57, wie χαῖρε, πάππα φίλτατε Philem. bei Ath. VIII, 340 e; accus., πάππαν με καλοῦσι, Ar. Pax 120, wie Eccl. 645. Vgl. [[ἄππα]], ἄπφα, [[ἄττα]] u. [[μάμμα]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) ; <i>voc.</i> α, <i>dat.</i> ᾳ, <i>acc.</i> αν;<br />papa <i>mot d'enfant</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG terme de nursery.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάππας''': -ου, ὁ, [[λέξις]] τῶν παιδιων = [[πατήρ]], (ὡς τὸ [[μάμμα]] ἀντὶ [[μήτηρ]])· τὸ πλεῖστον ἐν κλητ. πάππα φίλε Ὀδ. Ζ. 57· χαῖρε πάππα φίλτατε Φιλήμ. ἐν «Μετιόντι» 2, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 4. 59· κατ’ αἰτ., πάππαν καλεῖν, ὡς τὸ παππάζειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 120, Ἐκκλ. 645· - ὑπάρχει καὶ ὀνομ. [[πάπας]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2664· γεν. πάπα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 7. 7· δοτ. πάπᾳ, Ἐπικούρου Ἀποσπ. 176 Usener: [[ὡσαύτως]] [[παπᾶς]], Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. σ. 143· καὶ πᾶς, Εὐστ. 565. 17, Ἐτυμ. Μέγ., κτλ.· [[ὅπερ]] πιθανῶς ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] πᾶ, [[διότι]] ὁ Εὐστ. προσθέτει: [[ὥσπερ]] καὶ μᾶ [[μήτηρ]]· καὶ ὁ Festus Pa pro patre. Πρβλ. ἄππα, [[ἀπφά]], [[ἀπφύς]], ἄττα, [[τέττα]]. 2) Πάππας ἢ Πάπας, τιμητικὴ [[προσωνυμία]] ἀπονεμομένη τοῖς ἀρχιεπισκόποις [[καθόλου]], ἰδίως δὲ τῷ τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τῷ τῆς Ρώμης, Ὠριγέν. Ι, 85D, ΙΙ, 995C, Γρηγ. Θεολ. 1020Α, Διον. Ἀλεξ. παρ. Εὐσ. ΙΙ, 648C, Ἄρειος παρ’ Ἐπιφαν. ΙΙ, 213Α, Ἀθαν. Ι, 353Β, 369Α, ΙΙ, 708D, Βασίλ. IV, 540Β, 541Α, 952, κλ.
|lstext='''πάππας''': -ου, ὁ, [[λέξις]] τῶν παιδιων = [[πατήρ]], (ὡς τὸ [[μάμμα]] ἀντὶ [[μήτηρ]])· τὸ πλεῖστον ἐν κλητ. πάππα φίλε Ὀδ. Ζ. 57· χαῖρε πάππα φίλτατε Φιλήμ. ἐν «Μετιόντι» 2, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 4. 59· κατ’ αἰτ., πάππαν καλεῖν, ὡς τὸ παππάζειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 120, Ἐκκλ. 645· - ὑπάρχει καὶ ὀνομ. [[πάπας]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2664· γεν. πάπα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 7. 7· δοτ. πάπᾳ, Ἐπικούρου Ἀποσπ. 176 Usener: [[ὡσαύτως]] [[παπᾶς]], Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. σ. 143· καὶ πᾶς, Εὐστ. 565. 17, Ἐτυμ. Μέγ., κτλ.· [[ὅπερ]] πιθανῶς ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] πᾶ, [[διότι]] ὁ Εὐστ. προσθέτει: [[ὥσπερ]] καὶ μᾶ [[μήτηρ]]· καὶ ὁ Festus Pa pro patre. Πρβλ. ἄππα, [[ἀπφά]], [[ἀπφύς]], ἄττα, [[τέττα]]. 2) Πάππας ἢ Πάπας, τιμητικὴ [[προσωνυμία]] ἀπονεμομένη τοῖς ἀρχιεπισκόποις [[καθόλου]], ἰδίως δὲ τῷ τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τῷ τῆς Ρώμης, Ὠριγέν. Ι, 85D, ΙΙ, 995C, Γρηγ. Θεολ. 1020Α, Διον. Ἀλεξ. παρ. Εὐσ. ΙΙ, 648C, Ἄρειος παρ’ Ἐπιφαν. ΙΙ, 213Α, Ἀθαν. Ι, 353Β, 369Α, ΙΙ, 708D, Βασίλ. IV, 540Β, 541Α, 952, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) ; <i>voc.</i> α, <i>dat.</i> ᾳ, <i>acc.</i> αν;<br />papa <i>mot d'enfant</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG terme de nursery.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth