Anonymous

καθέλκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] (s. [[ἕλκω]]), herunter-, herabziehen; Schiffe aufs Meer, Ar. Eccl. 197; τὰς [[ναῦς]] εἰς τὴν θάλατταν Plat. Legg. IV, 706 d; [[πλοῖον]] μακρόν Isocr. 4, 118; καθεῖλκον τὰς τριήρεις Xen. An. 7, 1, 19. Nur praez. u. impf. u. fut. καθέλξω, von der Wagschaale Ar. Ran. 1394; aor. act. u. pass. von [[καθελκύω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] (s. [[ἕλκω]]), herunter-, herabziehen; Schiffe aufs Meer, Ar. Eccl. 197; τὰς [[ναῦς]] εἰς τὴν θάλατταν Plat. Legg. IV, 706 d; [[πλοῖον]] μακρόν Isocr. 4, 118; καθεῖλκον τὰς τριήρεις Xen. An. 7, 1, 19. Nur praez. u. impf. u. fut. καθέλξω, von der Wagschaale Ar. Ran. 1394; aor. act. u. pass. von [[καθελκύω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> καθεῖλκον, <i>f.</i> καθέλξω;<br /><i>pour l'ao., le pf. et le pqp., on emploie</i> [[καθελκύω]];<br /><i>c.</i> [[καθελκύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθέλκω''': μέλλ. καθέλξω, Ἀριστ. Βάτρ. 1398, καθελκύσω Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21, 1: ἀόρ. καθείλκῠσα Θουκ. 6. 34· πρκμ. καθείλκῠκα Δημ. 60.8: ― Παθ., ἀόρ. καὶ πρκμ., ἴδε κατωτ.: ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[ἕλκω]]). 1) ἐπὶ πλοίου, [[σύρω]], [[καταβιβάζω]] αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν, Λατ. deducere naves, Εὐρ. Ἑλ. 1531, Ἀριστοφ. Ἀχ. 544, πρβλ. Ἱππ. 1315· καθεῖλκον [[ναῦς]] ἐς Πειραιᾶ Θουκ. 2. 93· τῶν νεῶν καθελκυσθεισῶν ἐς τὴν θάλασσαν Ἡρόδ. 7.100· εἴ τι ναυτικόν ἐστι καθειλκυσμένον Θουκ. 6. 50. 2) [[σύρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] τὴν πλάστιγγα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1398. 3) σκέλη δὲ καθείλκυσται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῦ, μακρὰ δὲ τείχη ἐκτείνονται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῦ ([[μέχρι]] τῆς θαλάσσης), Στράβ. 380.
|lstext='''καθέλκω''': μέλλ. καθέλξω, Ἀριστ. Βάτρ. 1398, καθελκύσω Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21, 1: ἀόρ. καθείλκῠσα Θουκ. 6. 34· πρκμ. καθείλκῠκα Δημ. 60.8: ― Παθ., ἀόρ. καὶ πρκμ., ἴδε κατωτ.: ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[ἕλκω]]). 1) ἐπὶ πλοίου, [[σύρω]], [[καταβιβάζω]] αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν, Λατ. deducere naves, Εὐρ. Ἑλ. 1531, Ἀριστοφ. Ἀχ. 544, πρβλ. Ἱππ. 1315· καθεῖλκον [[ναῦς]] ἐς Πειραιᾶ Θουκ. 2. 93· τῶν νεῶν καθελκυσθεισῶν ἐς τὴν θάλασσαν Ἡρόδ. 7.100· εἴ τι ναυτικόν ἐστι καθειλκυσμένον Θουκ. 6. 50. 2) [[σύρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] τὴν πλάστιγγα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1398. 3) σκέλη δὲ καθείλκυσται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῦ, μακρὰ δὲ τείχη ἐκτείνονται [[ἑκατέρωθεν]] τῆς ὁδοῦ ([[μέχρι]] τῆς θαλάσσης), Στράβ. 380.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> καθεῖλκον, <i>f.</i> καθέλξω;<br /><i>pour l'ao., le pf. et le pqp., on emploie</i> [[καθελκύω]];<br /><i>c.</i> [[καθελκύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml