Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάστικτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1382.png Seite 1382]] gefleckt, mit Punkten versehen; δοραί Eur. Bacch. 696; D. Per. 183 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1382.png Seite 1382]] gefleckt, mit Punkten versehen; δοραί Eur. Bacch. 696; D. Per. 183 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />piqueté, tacheté, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[καταστίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάστικτος''': -ον, κατακεκαλυμμένος διὰ στιγμάτων, [[ποικίλος]], [[κύων]] Σοφ. Ἀποσπ. 16· δορὰ Εὐρ. Βάκχ. 697· ὁ [[κνιπολόγος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἐπὶ ἱματίου, [[κατάστικτος]] φοινικίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13· κ. [[χιτών]], [[ποικίλος]], Ἀρρ. Ἰνδ. 5, Πολυδ. Ζ´, 55· κ. [[χιτών]], ὁ ἔχων ζῷα ἢ [[ἄνθη]] ἐνυφασμένα, ὃν «ζωωτὸν» ἢ «ζωδιωτὸν» λέγει ὁ Φώτιος σ. 143. 20, πρβλ. Μὲνανδρ. ἐν Ἀδήλ. 360· ὁπλίσεις κ. Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 141· μεταφορ. περὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ὁ Στράβ. λέγει, ἐοικυῖα καρδαλῇ· κ. γὰρ ἐστιν οἰκήσεσιν περιεχομέναις ἐρήμῳ καὶ ἀνύδρῳ γῇ Στράβων 130.
|lstext='''κατάστικτος''': -ον, κατακεκαλυμμένος διὰ στιγμάτων, [[ποικίλος]], [[κύων]] Σοφ. Ἀποσπ. 16· δορὰ Εὐρ. Βάκχ. 697· ὁ [[κνιπολόγος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἐπὶ ἱματίου, [[κατάστικτος]] φοινικίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13· κ. [[χιτών]], [[ποικίλος]], Ἀρρ. Ἰνδ. 5, Πολυδ. Ζ´, 55· κ. [[χιτών]], ὁ ἔχων ζῷα ἢ [[ἄνθη]] ἐνυφασμένα, ὃν «ζωωτὸν» ἢ «ζωδιωτὸν» λέγει ὁ Φώτιος σ. 143. 20, πρβλ. Μὲνανδρ. ἐν Ἀδήλ. 360· ὁπλίσεις κ. Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 141· μεταφορ. περὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ὁ Στράβ. λέγει, ἐοικυῖα καρδαλῇ· κ. γὰρ ἐστιν οἰκήσεσιν περιεχομέναις ἐρήμῳ καὶ ἀνύδρῳ γῇ Στράβων 130.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />piqueté, tacheté, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[καταστίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml