Anonymous

κατάχρυσος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1392.png Seite 1392]] leicht vergoldet, mit Goldschaum überzogen, vgl. [[ἐπίχρυσος]]; [[διάζωμα]] Luc. Alex. 13; a. Sp. – Sehr reich; übertr., [[Εὐριπίδης]], der goldene, Diphil. bei Ath. X, 422 h. Vgl. das Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1392.png Seite 1392]] leicht vergoldet, mit Goldschaum überzogen, vgl. [[ἐπίχρυσος]]; [[διάζωμα]] Luc. Alex. 13; a. Sp. – Sehr reich; übertr., [[Εὐριπίδης]], der goldene, Diphil. bei Ath. X, 422 h. Vgl. das Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> en or;<br /><b>2</b> doré.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρυσός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάχρῡσος''': -ον, κεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7, 10, κτλ., Πλούτ. 2. 753F· κ. [[διάζωμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 13·- ([[ἐπίχρυσος]], σημαίνει περικεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, [[περίχρυσος]] δὲ [[χρυσόδετος]], δεδεμένος μὲ χρυσόν, ἴδε Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 191). 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[χρυσοῦς]], «χρυσὸς [[ἄνθρωπος]]», «ἕνα κομμάτι μάλαμμα», Δίφιλ. ἐν «Παρασ.»1. 1. 3)[[πλούσιος]] εἰς χρυσόν, [[χρυσοφόρος]] γῆ, «κ. [[ψάμμος]], [[ὑπόχρυσος]] γῆ, [[ἐπίχρυσος]] [[κόνις]], χρυσῖτις γῆ» Πολυδ. Ζ΄, 97.
|lstext='''κατάχρῡσος''': -ον, κεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7, 10, κτλ., Πλούτ. 2. 753F· κ. [[διάζωμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 13·- ([[ἐπίχρυσος]], σημαίνει περικεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, [[περίχρυσος]] δὲ [[χρυσόδετος]], δεδεμένος μὲ χρυσόν, ἴδε Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 191). 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[χρυσοῦς]], «χρυσὸς [[ἄνθρωπος]]», «ἕνα κομμάτι μάλαμμα», Δίφιλ. ἐν «Παρασ.»1. 1. 3)[[πλούσιος]] εἰς χρυσόν, [[χρυσοφόρος]] γῆ, «κ. [[ψάμμος]], [[ὑπόχρυσος]] γῆ, [[ἐπίχρυσος]] [[κόνις]], χρυσῖτις γῆ» Πολυδ. Ζ΄, 97.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> en or;<br /><b>2</b> doré.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρυσός]].
}}
}}
{{grml
{{grml