Anonymous

καθόλου: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1288.png Seite 1288]] d. i. καθ' ὅλου, wie es auch z. B. Dem. 18, 77 Plat. Men. 77 a, l. d., u. sonst geschrieben wird, bes. seit Arist. gewöhnlich, im [[Ganzen]], [[im Allgemeinen]], Xen. de re equ. 8, 1; τὸ [[καθόλου]], Arist. Eth. 1, 6, 1, der ἡ [[καθόλου]] [[ἀπόδειξις]] der κατὰ [[μέρος]] entggstzt, Analyt. prior. 1, 1, auch int Ggstz von καθ' ἕκαστα es gebraucht u. oft vrbdt [[καθόλου]] εἰπεῖν. Auch Pol., [[καθόλου]] γράφειν τὰς πράξεις, Ggstz κατὰ [[μέρος]], 3, 32, 8, öfter; ἡ καθ. πραγμάτων [[σύνταξις]], die allgemeine Weltgeschichte; ἡ καθ. [[ζήτησις]] Plut. Pomp. 42; φονευομενον ἄνθρωπον ἢ τὸ καθόλο υ βίαιόν τι πάσχοντα D. Sic. 1, 77; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1288.png Seite 1288]] d. i. καθ' ὅλου, wie es auch z. B. Dem. 18, 77 Plat. Men. 77 a, l. d., u. sonst geschrieben wird, bes. seit Arist. gewöhnlich, im [[Ganzen]], [[im Allgemeinen]], Xen. de re equ. 8, 1; τὸ [[καθόλου]], Arist. Eth. 1, 6, 1, der ἡ [[καθόλου]] [[ἀπόδειξις]] der κατὰ [[μέρος]] entggstzt, Analyt. prior. 1, 1, auch int Ggstz von καθ' ἕκαστα es gebraucht u. oft vrbdt [[καθόλου]] εἰπεῖν. Auch Pol., [[καθόλου]] γράφειν τὰς πράξεις, Ggstz κατὰ [[μέρος]], 3, 32, 8, öfter; ἡ καθ. πραγμάτων [[σύνταξις]], die allgemeine Weltgeschichte; ἡ καθ. [[ζήτησις]] Plut. Pomp. 42; φονευομενον ἄνθρωπον ἢ τὸ καθόλο υ βίαιόν τι πάσχοντα D. Sic. 1, 77; a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> d'ensemble, en général ; τὸ [[καθόλου]] d'une manière générale, généralement ; <i>particul. t. de philos.</i> le général <i>ou</i> l'idéal;<br /><b>2</b> au total ; absolument ; [[οὐ]] [[καθόλου]] DÉM pas du tout.<br />'''Étymologie:''' καθ’ ὅλου.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθόλου''': ὡς ἐπίρρ., ὡς πρὸς τὸ ὅλον, «ἐν γένει», γενικῶς, ἀντὶ καθ’ ὅλου, ὡς φέρεται παρὰ συγγραφεῦσι πρὸ τοῦ Ἀριστ. (π.χ. Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 3)· καθ. γράφειν, ἀντίθετον τῷ κατὰ [[μέρος]], Πολύβ. 3. 32, 8· καθ. εἰπεῖν Πλούτ. 2. 397C, κτλ.· οὕτω, τὸ [[καθόλου]] Διόδ. 1. 77, Πλούτ. 2) συχνὸν ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., τὸ [[καθόλου]], κοινὸν [[ὄνομα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καθ’ ἕκαστον (ἰδιαίτερον)· [[λέγω]] δὲ καθ. μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῖσθαι, καθ’ ἕκαστον δὲ τὸ μὴ περὶ Ἑρμην. 7, 1, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 2· [[ὡσαύτως]], καθολικόν, γενικόν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τό, τὰ κατὰ [[μέρος]] (μερικόν), Ρητ. 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· [[πρότασις]] [[καθόλου]], γενική, Ἀναλυτ. Πρότ. 1.1, 2, κἑξ.· ἡ καθ. [[ἀπόδειξις]], γενικὴ [[ἀπόδειξις]], Ἀναλυτ. Ὕστ. 3. 24, 1· γενικῶς, ἐν χρήσει ὡς κατηγορούμενον, [[ὅπως]] τὰ ἐπίθ., καθ. εἰσὶν αἱ ἀρχαὶ Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 6, 7, κἑξ.· τοῦτο γάρ ἐστι καθ. [[μᾶλλον]] Πολιτικ. 2. 6, 8· οἱ καθ. λόγοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἐπὶ μέρους, Ἠθ. Ν. 2. 7, 1, κτλ.· - [[οὕτως]], ἡ τῶν καθ. πραγμάτων [[σύνταξις]], γενική, [[παγκόσμιος]] [[ἱστορία]], Πολύβ. 1. 4, 2, πρβλ. 3. 32, 8· ἡ καθ. [[προσῳδία]] ἢ ἡ [[καθόλου]] (ἐξυπ. [[προσῳδία]]), [[ὡσαύτως]], ἡ καθολικὴ [[προσῳδία]], [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς Ἡρῳδιανοῦ περὶ τόνων, [[συχνάκις]] μνημονευόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἐπιτομὴ τοῦ ὁποίου [[εἶναι]] τὸ περὶ τόνων [[σύγγραμμα]] τοῦ Ἀρκαδίου ἢ Θεοδοσίου. - Ἐκκλ., ἡ [[καθόλου]] [[ἐκκλησία]] = ἡ καθολικὴ [[ἐκκλησία]] Σῳζομ. 1341Α, Κύριλλ. Ἀλ. 100C. ΙΙ. οὐ [[καθόλου]], [[οὐδόλως]], «[[καθόλου]]», ὡς λέγομεν νῦν ἐπὶ ἀρνήσεως, ne omnino quidem, Δημ. 827. 9· οὐδὲ καθ. Πολύβ. 1. 20, 2.
|lstext='''καθόλου''': ὡς ἐπίρρ., ὡς πρὸς τὸ ὅλον, «ἐν γένει», γενικῶς, ἀντὶ καθ’ ὅλου, ὡς φέρεται παρὰ συγγραφεῦσι πρὸ τοῦ Ἀριστ. (π.χ. Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 3)· καθ. γράφειν, ἀντίθετον τῷ κατὰ [[μέρος]], Πολύβ. 3. 32, 8· καθ. εἰπεῖν Πλούτ. 2. 397C, κτλ.· οὕτω, τὸ [[καθόλου]] Διόδ. 1. 77, Πλούτ. 2) συχνὸν ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., τὸ [[καθόλου]], κοινὸν [[ὄνομα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καθ’ ἕκαστον (ἰδιαίτερον)· [[λέγω]] δὲ καθ. μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῖσθαι, καθ’ ἕκαστον δὲ τὸ μὴ περὶ Ἑρμην. 7, 1, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 2· [[ὡσαύτως]], καθολικόν, γενικόν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τό, τὰ κατὰ [[μέρος]] (μερικόν), Ρητ. 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· [[πρότασις]] [[καθόλου]], γενική, Ἀναλυτ. Πρότ. 1.1, 2, κἑξ.· ἡ καθ. [[ἀπόδειξις]], γενικὴ [[ἀπόδειξις]], Ἀναλυτ. Ὕστ. 3. 24, 1· γενικῶς, ἐν χρήσει ὡς κατηγορούμενον, [[ὅπως]] τὰ ἐπίθ., καθ. εἰσὶν αἱ ἀρχαὶ Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 6, 7, κἑξ.· τοῦτο γάρ ἐστι καθ. [[μᾶλλον]] Πολιτικ. 2. 6, 8· οἱ καθ. λόγοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἐπὶ μέρους, Ἠθ. Ν. 2. 7, 1, κτλ.· - [[οὕτως]], ἡ τῶν καθ. πραγμάτων [[σύνταξις]], γενική, [[παγκόσμιος]] [[ἱστορία]], Πολύβ. 1. 4, 2, πρβλ. 3. 32, 8· ἡ καθ. [[προσῳδία]] ἢ ἡ [[καθόλου]] (ἐξυπ. [[προσῳδία]]), [[ὡσαύτως]], ἡ καθολικὴ [[προσῳδία]], [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς Ἡρῳδιανοῦ περὶ τόνων, [[συχνάκις]] μνημονευόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἐπιτομὴ τοῦ ὁποίου [[εἶναι]] τὸ περὶ τόνων [[σύγγραμμα]] τοῦ Ἀρκαδίου ἢ Θεοδοσίου. - Ἐκκλ., ἡ [[καθόλου]] [[ἐκκλησία]] = ἡ καθολικὴ [[ἐκκλησία]] Σῳζομ. 1341Α, Κύριλλ. Ἀλ. 100C. ΙΙ. οὐ [[καθόλου]], [[οὐδόλως]], «[[καθόλου]]», ὡς λέγομεν νῦν ἐπὶ ἀρνήσεως, ne omnino quidem, Δημ. 827. 9· οὐδὲ καθ. Πολύβ. 1. 20, 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> d'ensemble, en général ; τὸ [[καθόλου]] d'une manière générale, généralement ; <i>particul. t. de philos.</i> le général <i>ou</i> l'idéal;<br /><b>2</b> au total ; absolument ; [[οὐ]] [[καθόλου]] DÉM pas du tout.<br />'''Étymologie:''' καθ’ ὅλου.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR