Anonymous

μετριάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "']]" to "]]'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] mäßig sein, sich mäßigen, Thuc. 1, 76, wo der Schol. erkl. ταπεινοί ἐσμεν; πρὸς λύπην, Plat. Rep. X, 603 e; [[περί]] τι, Legg. VI, 784 e, wie Arist. pol. 7, 13; ἐν ταῖς εὐπραξίαις, Dem. Lpt. 162; Sp., wie Iambl., ἐν τοῖς ἀτυχήμασιν; ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασι, Luc. Imag. 21; Plut. oft, bes. von einem gewissen Gleichmaaß des Gemüths, leidenschaftslos, ruhig; Hdn. 8, 3, 5, οἱ ὑπὲρ [[ἄλλου]] μαχόμενοι μετριάζουσιν ἐν τῷ προθύμῳ τῆς μάχης, d. i. sie haben nur einen mittelmäßigen Muth. – Von Kranken, sich bessern, Ael. N. A. 9, 15, Galen. – Auch trans., mäßigen, in Schranken halten, ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]], Plat. Legg. III, 692 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] mäßig sein, sich mäßigen, Thuc. 1, 76, wo der Schol. erkl. ταπεινοί ἐσμεν; πρὸς λύπην, Plat. Rep. X, 603 e; [[περί]] τι, Legg. VI, 784 e, wie Arist. pol. 7, 13; ἐν ταῖς εὐπραξίαις, Dem. Lpt. 162; Sp., wie Iambl., ἐν τοῖς ἀτυχήμασιν; ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασι, Luc. Imag. 21; Plut. oft, bes. von einem gewissen Gleichmaaß des Gemüths, leidenschaftslos, ruhig; Hdn. 8, 3, 5, οἱ ὑπὲρ [[ἄλλου]] μαχόμενοι μετριάζουσιν ἐν τῷ προθύμῳ τῆς μάχης, d. i. sie haben nur einen mittelmäßigen Muth. – Von Kranken, sich bessern, Ael. N. A. 9, 15, Galen. – Auch trans., mäßigen, in Schranken halten, ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]], Plat. Legg. III, 692 b.
}}
{{bailly
|btext=être modéré, se conduire avec modération.<br />'''Étymologie:''' [[μέτριος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετριάζω''': εἶμαι [[μέτριος]], φέρομαι μετὰ μετριότητος, μετρίαζ’, μὴ ταράσσου, μένε [[ἥσυχος]], Σοφ. Φ. 1183, Θουκ. 1, 76, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 8· τινί, ἔν τινι πράγματι, [[αὐτόθι]] 5. 11, 2 καὶ 24· οὕτω μετὰ προθέσ., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις Δημ. 506, ἐν τέλ.· περὶ τὰ τοιαῦτα Πλάτ. Νόμ. 784Ε· πρὸς λύπην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603Ε· ἐπί τινι Λουκ. Εἰκόν. 21· μ. ἐν τῷ προθύμῳ, δεικνύω μέτριον ζῆλον, Ἡρόδ. 8. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετριάζει· μετριοφρονεῖ». 2) εἶμαι ἐν μετρίᾳ ὑγείᾳ, εἶμαι ἀρκετὰ καλά, Γαλην.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] εἶμαι «μετρίως» καλά, δηλ. εἶμαι [[ἀσθενής]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 448, Ἑβδ. (Νεεμ. Β΄, 2). 3) [[χαριεντίζομαι]], [[λέγω]] τι παίζων, Ψευδο-Κύριλλ. Ἀλ. Χ., 1077C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 64. ΙΙ. [[μετριάζω]], [[διευθύνω]], [[ῥυθμίζω]], ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]], Λατ. moderari, Πλάτ. Νόμ. 692Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 2· [[μετριάζω]] τὸ δίκαιον, συγκιρνῶ τὸ αὐστηρὸν τῆς δικαιοσύνης, Διον. Ἁλ. 13. 13.
|lstext='''μετριάζω''': εἶμαι [[μέτριος]], φέρομαι μετὰ μετριότητος, μετρίαζ’, μὴ ταράσσου, μένε [[ἥσυχος]], Σοφ. Φ. 1183, Θουκ. 1, 76, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 8· τινί, ἔν τινι πράγματι, [[αὐτόθι]] 5. 11, 2 καὶ 24· οὕτω μετὰ προθέσ., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις Δημ. 506, ἐν τέλ.· περὶ τὰ τοιαῦτα Πλάτ. Νόμ. 784Ε· πρὸς λύπην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603Ε· ἐπί τινι Λουκ. Εἰκόν. 21· μ. ἐν τῷ προθύμῳ, δεικνύω μέτριον ζῆλον, Ἡρόδ. 8. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετριάζει· μετριοφρονεῖ». 2) εἶμαι ἐν μετρίᾳ ὑγείᾳ, εἶμαι ἀρκετὰ καλά, Γαλην.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] εἶμαι «μετρίως» καλά, δηλ. εἶμαι [[ἀσθενής]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 448, Ἑβδ. (Νεεμ. Β΄, 2). 3) [[χαριεντίζομαι]], [[λέγω]] τι παίζων, Ψευδο-Κύριλλ. Ἀλ. Χ., 1077C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 64. ΙΙ. [[μετριάζω]], [[διευθύνω]], [[ῥυθμίζω]], ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]], Λατ. moderari, Πλάτ. Νόμ. 692Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 2· [[μετριάζω]] τὸ δίκαιον, συγκιρνῶ τὸ αὐστηρὸν τῆς δικαιοσύνης, Διον. Ἁλ. 13. 13.
}}
{{bailly
|btext=être modéré, se conduire avec modération.<br />'''Étymologie:''' [[μέτριος]].
}}
}}
{{grml
{{grml