Anonymous

καταπέρδω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
(1ab)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] (s. [[πέρδω]]), Einem ins Gesicht farzen, oppedere, τινός, gemeiner Ausdruck für verachten; τῆς πενίας Ar. Plut. 617, τοῦ σοῦ δίνου κατέπαρδεν Vesp. 618; Epicrat. bei Ath. II, 59 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] (s. [[πέρδω]]), Einem ins Gesicht farzen, oppedere, τινός, gemeiner Ausdruck für verachten; τῆς πενίας Ar. Plut. 617, τοῦ σοῦ δίνου κατέπαρδεν Vesp. 618; Epicrat. bei Ath. II, 59 f.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> κατέπαρδον;<br />péter au nez de ; se moquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], πέρδω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπέρδω''': τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -[[πέρδομαι]]: ἀόρ. κατέπαρδον: πρκμ. καταπέπορδα·- κλάνω ἐνώπιόν τινος ἢ κατά τινος· χυδαία [[ἔκφρασις]], - τινός, εἰς [[σημεῖον]] περιφρονήσεως, τὸ τοῦ Ὁρατίου oppedere alicui, τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆς πενίας κατέπαρδον Ἀριστοφ. Πλ. 617, Σφ. 618, Εἰρ. 547· τῶν ληρούντων Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 28.
|lstext='''καταπέρδω''': τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -[[πέρδομαι]]: ἀόρ. κατέπαρδον: πρκμ. καταπέπορδα·- κλάνω ἐνώπιόν τινος ἢ κατά τινος· χυδαία [[ἔκφρασις]], - τινός, εἰς [[σημεῖον]] περιφρονήσεως, τὸ τοῦ Ὁρατίου oppedere alicui, τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆς πενίας κατέπαρδον Ἀριστοφ. Πλ. 617, Σφ. 618, Εἰρ. 547· τῶν ληρούντων Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 28.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> κατέπαρδον;<br />péter au nez de ; se moquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], πέρδω.
}}
}}
{{lsm
{{lsm