3,274,216
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] ion. u. ep. [[μουνόω]], v ereinze ln, machen, daß Etwas einzeln oder einsam ist; ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε [[Κρονίων]], Od. 16, 117. er machte das Geschlecht einzeln, daß immer nur ein Sohn da war, vgl. die folgdn Verse; häufiger im pass., [[δείδω]] μή τι πάθῃσιν ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς, Il. 11, 470, allein gelassen od. verlassen, vgl. Od. 15, 386; γυνὴ μονωθεῖσ' [[οὐδέν]], Aesch. Suppl. 730; δεσποτῶν μονοὐμενος, Eur. Rhes. 871; μονωθεὶς σῆς δάμαρτος, Alc. 297, beraubt; auch μονωθεῖσ' ἀπὸ πατρὸς καὶ μητέρος, I. A. 669. – In Prosa; μεμουνωμένοι συμμάχων, Her. 1, 102. 6, 15, öfter; μεμονῶσθαι, Thuc. 4, 126; μονωθεὶς μετ' ὀλίγων, 6, 101; [[ὅταν]] πυρὸς ἀποχωρισθὲν ἀέρος τε μονωθῇ, Plat. Tim. 59 e, vgl. 46 e, öfter; Xen. u. Folgde; αὔταρκες, ὃ μονοὺμενον, allein, für sich, αἱρετὸν ποιεῖ τὸν βίον, Arist. Eth. 1, 7; dem μεθ' ἑτέρου entgeggstzt, 10, 23; μεμονωμένοις πάσης βοηθείας, von aller Hülfe entblößt, D. Sic. 19, 39; auch absol. μεμονωμένοι, Plut. Them. 9; μονώσαντες τὸν Φίλιππον, nachdem sie ihn von allen Bundesgenossen entblößt hatten. Pol. 5, 16, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] ion. u. ep. [[μουνόω]], v ereinze ln, machen, daß Etwas einzeln oder einsam ist; ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε [[Κρονίων]], Od. 16, 117. er machte das Geschlecht einzeln, daß immer nur ein Sohn da war, vgl. die folgdn Verse; häufiger im pass., [[δείδω]] μή τι πάθῃσιν ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς, Il. 11, 470, allein gelassen od. verlassen, vgl. Od. 15, 386; γυνὴ μονωθεῖσ' [[οὐδέν]], Aesch. Suppl. 730; δεσποτῶν μονοὐμενος, Eur. Rhes. 871; μονωθεὶς σῆς δάμαρτος, Alc. 297, beraubt; auch μονωθεῖσ' ἀπὸ πατρὸς καὶ μητέρος, I. A. 669. – In Prosa; μεμουνωμένοι συμμάχων, Her. 1, 102. 6, 15, öfter; μεμονῶσθαι, Thuc. 4, 126; μονωθεὶς μετ' ὀλίγων, 6, 101; [[ὅταν]] πυρὸς ἀποχωρισθὲν ἀέρος τε μονωθῇ, Plat. Tim. 59 e, vgl. 46 e, öfter; Xen. u. Folgde; αὔταρκες, ὃ μονοὺμενον, allein, für sich, αἱρετὸν ποιεῖ τὸν βίον, Arist. Eth. 1, 7; dem μεθ' ἑτέρου entgeggstzt, 10, 23; μεμονωμένοις πάσης βοηθείας, von aller Hülfe entblößt, D. Sic. 19, 39; auch absol. μεμονωμένοι, Plut. Them. 9; μονώσαντες τὸν Φίλιππον, nachdem sie ihn von allen Bundesgenossen entblößt hatten. Pol. 5, 16, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> réduire à un;<br /><b>2</b> isoler, laisser seul ; <i>Pass.</i> être isolé : τινος, être dégagé de qch (d'un lien, <i>etc.</i>) ; [[ἀπό]] τινος EUR être séparé de qqn.<br />'''Étymologie:''' μονός. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόω''': μέλλ. -ώσω· Ἐπικ. καὶ Ἰων. μουνόω, Ἡρόδ., καὶ ἐν τῇ Ὀδ.· ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλ. μον-, ἴδε κατωτ.· ([[μόνος]]). Κάμνω τι νὰ μείνῃ μεμονωμένον, ἀπομονῶ, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε [[Κρονίων]], ἀπεμόνωσε τὸν οἶκόν μας, δηλ. ἐπέτρεψε μόνον ἕνα υἱὸν εἰς ἑκάστην γενεάν, «ἀρρένων παίδων ἐστέρησε τῶν [[ἐπέκεινα]] τοῦ ἑνὸς» (Εὐστ.), Ὀδ. Π. 117· καταπληξάμενοι τὸν Ἄρατον, καὶ μονώσαντες τὸν Φίλιππον, ἀπομονώσαντες αὐτόν, Πολύβ. 5. 16, 10· ἀφίνω ἐν ἀπομονώσει, ἐν ἐρημίᾳ, τινα ἐν σπήλυγγι Ἀνθ. Π. 9. 451. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ., καταλείπομαι [[μόνος]], ἐνὶ Τρώεσσι μονωθεὶς Ἰλ. Λ. 470· μουνωθέντα παρ’ οἴεσιν ἢ παρὰ βουσὶν Ὀδ. Ο. 386· ἐμουνοῦντο, ἀπεμονοῦντο, Ἡρόδ. 8. 123· μουνωθέντα, ἀπομονωθέντα, ὁ αὐτ. 1. 116· γυνὴ μονωθεῖσ’ οὐδὲν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 748· [[οὕτως]] ἐπὶ ζῴων, μεμονωμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 6· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, λαμβάνομαι μεμονωμένος, Πλάτ. Νόμ. 710Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 10, κ. ἀλλ. 2) μετὰ γεν. προσ., μεμουνωμένοι συμμάχων, ἐγκαταλελειμμένοι ὑπὸ τῶν συμμάχων, ὁ αὐτ. 1. 102, πρβλ. 6. 15., 7. 139· σοῦ μονούμενος, μονωθεὶς δάμαρτος Εὐρ. Ἄλκ. 296, 380· οὕτω, μονωθεῖσα ἀπὸ πατρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 669, πρβλ. [[μόνος]] Ι· μονωθεὶς μετ’ ὀλίγων Θουκ. 6. 101· καὶ ἀπολ., μεμονωμένων εἰ κρατήσειαν ὁ αὐτ. 2. 81, πρβλ. 5. 40, 58. β) μετὰ γεν. πράγμ., μεμονωμένος βοηθείας, ἐστερημένος..., Διόδ. 19. 43· μονούμενος τῶν ἀγαθῶν, χωριζόμενος ἀπό..., Πλάτ. Νόμ. 710Β· μονωθεῖσαι φρονήσεως, [[ἄνευ]]..., ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 46Ε· μονωθεὶς ἐκ τῆς εἱρκτῆς, δηλ. ἀπολυθείς, ἐλευθερωθεὶς ἐκ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 370D. | |lstext='''μονόω''': μέλλ. -ώσω· Ἐπικ. καὶ Ἰων. μουνόω, Ἡρόδ., καὶ ἐν τῇ Ὀδ.· ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλ. μον-, ἴδε κατωτ.· ([[μόνος]]). Κάμνω τι νὰ μείνῃ μεμονωμένον, ἀπομονῶ, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε [[Κρονίων]], ἀπεμόνωσε τὸν οἶκόν μας, δηλ. ἐπέτρεψε μόνον ἕνα υἱὸν εἰς ἑκάστην γενεάν, «ἀρρένων παίδων ἐστέρησε τῶν [[ἐπέκεινα]] τοῦ ἑνὸς» (Εὐστ.), Ὀδ. Π. 117· καταπληξάμενοι τὸν Ἄρατον, καὶ μονώσαντες τὸν Φίλιππον, ἀπομονώσαντες αὐτόν, Πολύβ. 5. 16, 10· ἀφίνω ἐν ἀπομονώσει, ἐν ἐρημίᾳ, τινα ἐν σπήλυγγι Ἀνθ. Π. 9. 451. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ., καταλείπομαι [[μόνος]], ἐνὶ Τρώεσσι μονωθεὶς Ἰλ. Λ. 470· μουνωθέντα παρ’ οἴεσιν ἢ παρὰ βουσὶν Ὀδ. Ο. 386· ἐμουνοῦντο, ἀπεμονοῦντο, Ἡρόδ. 8. 123· μουνωθέντα, ἀπομονωθέντα, ὁ αὐτ. 1. 116· γυνὴ μονωθεῖσ’ οὐδὲν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 748· [[οὕτως]] ἐπὶ ζῴων, μεμονωμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 6· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, λαμβάνομαι μεμονωμένος, Πλάτ. Νόμ. 710Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 10, κ. ἀλλ. 2) μετὰ γεν. προσ., μεμουνωμένοι συμμάχων, ἐγκαταλελειμμένοι ὑπὸ τῶν συμμάχων, ὁ αὐτ. 1. 102, πρβλ. 6. 15., 7. 139· σοῦ μονούμενος, μονωθεὶς δάμαρτος Εὐρ. Ἄλκ. 296, 380· οὕτω, μονωθεῖσα ἀπὸ πατρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 669, πρβλ. [[μόνος]] Ι· μονωθεὶς μετ’ ὀλίγων Θουκ. 6. 101· καὶ ἀπολ., μεμονωμένων εἰ κρατήσειαν ὁ αὐτ. 2. 81, πρβλ. 5. 40, 58. β) μετὰ γεν. πράγμ., μεμονωμένος βοηθείας, ἐστερημένος..., Διόδ. 19. 43· μονούμενος τῶν ἀγαθῶν, χωριζόμενος ἀπό..., Πλάτ. Νόμ. 710Β· μονωθεῖσαι φρονήσεως, [[ἄνευ]]..., ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 46Ε· μονωθεὶς ἐκ τῆς εἱρκτῆς, δηλ. ἀπολυθείς, ἐλευθερωθεὶς ἐκ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 370D. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |