Anonymous

κυφός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1539.png Seite 1539]] (vgl. [[κύπτω]]), vornüber gebogen, [[gebückt]], gekrümmt; γήραϊ [[κυφός]] Od. 2, 16; Ar. Plut. 266; κυφὸς διὰ [[γῆρας]] D. L 6, 92; – αἱ κυφαί, eine Art καρῖδες, Matro bei Ath. IV, 156 a; Arist. H. A. 4, 2. 5, 17; vgl. τρίγλαι κυφαί Epicharm. bei Ath. VII, 288 a; καρῖδες Asclepds. 28 (V, 185).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1539.png Seite 1539]] (vgl. [[κύπτω]]), vornüber gebogen, [[gebückt]], gekrümmt; γήραϊ [[κυφός]] Od. 2, 16; Ar. Plut. 266; κυφὸς διὰ [[γῆρας]] D. L 6, 92; – αἱ κυφαί, eine Art καρῖδες, Matro bei Ath. IV, 156 a; Arist. H. A. 4, 2. 5, 17; vgl. τρίγλαι κυφαί Epicharm. bei Ath. VII, 288 a; καρῖδες Asclepds. 28 (V, 185).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />courbé en avant, voûté.<br />'''Étymologie:''' R. Κυφ, être courbe ; cf. [[κύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῡφός''': -ή, -όν, ([[κύπτω]], κέκῡφα) κεκλιμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυρτωμένος, κύπτων, «καμπούρης» (πρβλ. [[λορδός]]), ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη Ὀδ. Β. 16· κ. [[ἀνήρ]], κ. [[πρεσβύτης]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 703, Πλ. 266· ἕλκεσθαι ἐς κυφόν, ἔχειν [[κύρτωμα]] τῆς ῥάχεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806· τρίγλαι κ. Ἐπίχ. 37 Ahr.· συχν. ἐπὶ καρίδων [[ἕνεκα]] τοῦ σχήματος αὐτῶν, Εὔβουλ. ἐν «Τιτθαῖς» 4, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Α, Ἀνθ. Π. 5. 185· ἀλλὰ διὰ τοῦ: τῶν καρίδων αἱ κυφαὶ ὁ Ἀριστ. χαρακτηρίζει εἶδός τι αὐτῶν ἰδιαίτερον, τῶν καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κράγγονες καὶ τὸ μικρὸν γένος π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2., 5. 17, 8· ὑπὸ κ. ἄροτρον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 14. ΙΙ. κεκυρτωμένος, [[στρογγύλος]], ἐπὶ ποτηρίου, Ἀθήν. 482Ε.
|lstext='''κῡφός''': -ή, -όν, ([[κύπτω]], κέκῡφα) κεκλιμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυρτωμένος, κύπτων, «καμπούρης» (πρβλ. [[λορδός]]), ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη Ὀδ. Β. 16· κ. [[ἀνήρ]], κ. [[πρεσβύτης]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 703, Πλ. 266· ἕλκεσθαι ἐς κυφόν, ἔχειν [[κύρτωμα]] τῆς ῥάχεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806· τρίγλαι κ. Ἐπίχ. 37 Ahr.· συχν. ἐπὶ καρίδων [[ἕνεκα]] τοῦ σχήματος αὐτῶν, Εὔβουλ. ἐν «Τιτθαῖς» 4, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Α, Ἀνθ. Π. 5. 185· ἀλλὰ διὰ τοῦ: τῶν καρίδων αἱ κυφαὶ ὁ Ἀριστ. χαρακτηρίζει εἶδός τι αὐτῶν ἰδιαίτερον, τῶν καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κράγγονες καὶ τὸ μικρὸν γένος π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2., 5. 17, 8· ὑπὸ κ. ἄροτρον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 14. ΙΙ. κεκυρτωμένος, [[στρογγύλος]], ἐπὶ ποτηρίου, Ἀθήν. 482Ε.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />courbé en avant, voûté.<br />'''Étymologie:''' R. Κυφ, être courbe ; cf. [[κύπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml