Anonymous

οὐραχός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0418.png Seite 418]] ὁ, der Urinleiter im Nabel des ungebornen Kindes, Hippocr. S. auch [[οὐρακός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0418.png Seite 418]] ὁ, der Urinleiter im Nabel des ungebornen Kindes, Hippocr. S. auch [[οὐρακός]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />extrémité pointue, pointe.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[οὐρά]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρᾰχός''': ὁ, ([[οὖρον]]) ὁ τῶν οὔρων ἀγωγὸς ἐμβρύου, Ἱππ. 54· 21, Γαλην. ΙΙ. = [[οὐρίαχος]], ὁ αὐτ. 269. 5, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 8· τοὺς καλουμένους οὐραχοὺς τῶν καρπίμων Αἰλ. π. Ζ. 6. 43, πρβλ. Διοσκ. 4. 179. ΙΙΙ. ἡ αἰχμὴ τρυπάνου, Ἀπολλοδ. Ἀρχ. 18.
|lstext='''οὐρᾰχός''': ὁ, ([[οὖρον]]) ὁ τῶν οὔρων ἀγωγὸς ἐμβρύου, Ἱππ. 54· 21, Γαλην. ΙΙ. = [[οὐρίαχος]], ὁ αὐτ. 269. 5, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 8· τοὺς καλουμένους οὐραχοὺς τῶν καρπίμων Αἰλ. π. Ζ. 6. 43, πρβλ. Διοσκ. 4. 179. ΙΙΙ. ἡ αἰχμὴ τρυπάνου, Ἀπολλοδ. Ἀρχ. 18.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />extrémité pointue, pointe.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[οὐρά]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οὐραχός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό [[τμήμα]] του αλαντοειδούς πόρου στο [[έμβρυο]], το οποίο [[πριν]] από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε [[μέσο]] ομφαλοκυστικό σύνδεσμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αγωγός]] τών ούρων στο [[έμβρυο]]<br /><b>2.</b> το [[κορυφαίο]] [[άκρο]] της καρδιάς<br /><b>3.</b> [[κορμός]], [[στέλεχος]] φυτού<br /><b>4.</b> [[αιχμή]] τρυπάνου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οὐραχοὶ τῶν ὀφρύων» — τα εξωτερικά [[άκρα]] τών φρυδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>πρβλ.</b> [[στόμα]]-<i>χος</i>)].
|mltxt=ο (Α [[οὐραχός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό [[τμήμα]] του αλαντοειδούς πόρου στο [[έμβρυο]], το οποίο [[πριν]] από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε [[μέσο]] ομφαλοκυστικό σύνδεσμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αγωγός]] τών ούρων στο [[έμβρυο]]<br /><b>2.</b> το [[κορυφαίο]] [[άκρο]] της καρδιάς<br /><b>3.</b> [[κορμός]], [[στέλεχος]] φυτού<br /><b>4.</b> [[αιχμή]] τρυπάνου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οὐραχοὶ τῶν ὀφρύων» — τα εξωτερικά [[άκρα]] τών φρυδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>πρβλ.</b> [[στόμα]]-<i>χος</i>)].
}}
}}