Anonymous

μεταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] (s. [[πίπτω]]), umfallen, [[umschlagen]], [[sich ändern]]; μεταπίπτοντος δαίμονος, Eur. Alc. 916; μεταπέσοι βελτίονα, zum Bessern umschlagen, Ion 412; μετέπεσον, ich änderte meine Meinung, I. A. 502; ὦ φίλτατ' ἐμοὶ – ἐξ ἐχθίστων μεταπίπτων, Ar. Av. 626; εἰ μεταπίπτει πάντα χρήματα καὶ μηδὲν μένει, Plat. Crat. 440 a, öfter; auch μεταπίπτειν ἄνω [[κάτω]], Gorg. 493 a; νῦν δὲ [[τοὐναντίον]] ταχὺ μεταπέπτωκεν, es ist schnell ins Gegentheil umgeschlagen, hat sich anders gewendet, Theaet. 162 d; und im eigtl. Sinne, εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]], wenn nur drei Stimmen anders fielen, Apol. 36 a; vgl. Aesch. 3, 252; u. sprichwörtlich ὀστράκου μεταπεσόντος, Plat. Phaedr. 241 b, wie wir sagen »das Blatt hat sich gewandt«; man leitet den Ausdruck von dem Knabenspiele [[ὀστρακίνδα]] her; μεταπεσούσης τῆς τύχης, Din. 1, 65; ὅσον τὰ τῆς πόλεως μεταπέπτωκε, Isocr. 15, 154; auch absolut, 5, 23; μεταπέπτωκε τὰ πράγματα, von einer Staatsumwälzung, Lys. 20, 14 u. A.; τινὸς εἴς τι, übergehen aus Etwas in einen andern Zustand, Plat. Crat. 440 ab; εἰς [[τἀναντία]] τῆς γνώμης, Pol. 21, 5, 7, u. ohne den Zusatz, μεταπεσών, nachdem er seine Meinung geändert hatte, 5, 49, 7; μετέπεσεν ἐς [[ὄρνεον]] ἐκ γυναικός, Luc. Philps. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] (s. [[πίπτω]]), umfallen, [[umschlagen]], [[sich ändern]]; μεταπίπτοντος δαίμονος, Eur. Alc. 916; μεταπέσοι βελτίονα, zum Bessern umschlagen, Ion 412; μετέπεσον, ich änderte meine Meinung, I. A. 502; ὦ φίλτατ' ἐμοὶ – ἐξ ἐχθίστων μεταπίπτων, Ar. Av. 626; εἰ μεταπίπτει πάντα χρήματα καὶ μηδὲν μένει, Plat. Crat. 440 a, öfter; auch μεταπίπτειν ἄνω [[κάτω]], Gorg. 493 a; νῦν δὲ [[τοὐναντίον]] ταχὺ μεταπέπτωκεν, es ist schnell ins Gegentheil umgeschlagen, hat sich anders gewendet, Theaet. 162 d; und im eigtl. Sinne, εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]], wenn nur drei Stimmen anders fielen, Apol. 36 a; vgl. Aesch. 3, 252; u. sprichwörtlich ὀστράκου μεταπεσόντος, Plat. Phaedr. 241 b, wie wir sagen »das Blatt hat sich gewandt«; man leitet den Ausdruck von dem Knabenspiele [[ὀστρακίνδα]] her; μεταπεσούσης τῆς τύχης, Din. 1, 65; ὅσον τὰ τῆς πόλεως μεταπέπτωκε, Isocr. 15, 154; auch absolut, 5, 23; μεταπέπτωκε τὰ πράγματα, von einer Staatsumwälzung, Lys. 20, 14 u. A.; τινὸς εἴς τι, übergehen aus Etwas in einen andern Zustand, Plat. Crat. 440 ab; εἰς [[τἀναντία]] τῆς γνώμης, Pol. 21, 5, 7, u. ohne den Zusatz, μεταπεσών, nachdem er seine Meinung geändert hatte, 5, 49, 7; μετέπεσεν ἐς [[ὄρνεον]] ἐκ γυναικός, Luc. Philps. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> μετέπεσον;<br />tomber d'un autre côté ; se renverser, se retourner :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> τὸ [[εἶδος]] HDT changer de forme ; [[ἐς]] [[ὄρνεον]] [[ἐκ]] γυναικός LUC être changée de femme en oiseau;<br /><b>2</b> <i>particul. en mauv. part</i> tomber dans une situation moindre, dégénérer ; <i>abs.</i> s'écrouler, être renversé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι· - [[πίπτω]] κατὰ διάφορον τρόπον, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], α) κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν [[σχῆμα]], μ. τὸ [[εἶδος]] Ἡρόδ. 6. 61· μ. εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]] Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐκ γυναικὸς ἐς [[ὄρνεον]] Λουκ. Φιλοψ. 2· ἀπολ., Πλάτ. Κρατ. 440Α, κτλ.· - ἢ, β) ἐσωτερικῶς κατὰ τὴν γνώμην, [[μεταβάλλω]] [[αἴφνης]] γνώμην, τὸν [[ὁμόθεν]] πεφυκότα στέργων μετέπεσον Εὐρ. Ι. Α. 502· μ. ἐξ ἐχθίστου Ἀριστοφ. Ὄρν. 626· ἀπολ., Πολύβ. 5. 49, 7. 2) ἐπὶ μεταβολῆς τόπου, μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], μεταφέρομαι Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4. 11, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ [[ψήφων]] εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]] Πλάτ. Ἀπολ. 36Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· [[ἀλλά]], ὀστράκου μεταπεσόντος, ὡς τὸ [[ὄστρακον]] ἔπεσεν ἀντιστρόφως, παροιμ. ἐπὶ αἰφνιδίου μεταβολῆς, (ληφθεῖσα, ὡς λέγεται, ἐκ τῆς παιδιᾶς [[ὀστρακίνδα]]), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β. 3) ἐπὶ καταστάσεων, περιστάσεων, κ.τ.τ., μεταπίπτοντος δαίμονος Εὐρ. Ἄλκ. 913· μ. ἄνω [[κάτω]] Πλάτ. Γοργ. 493Α· [[τοὐναντίον]] μ. (δηλ. εἰς τ.) ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 162D· τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μ. ταχὺ Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1· - συχν. ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], ἐπανάστασιν, ἀνατροπήν, Θουκ. 8. 68· μεταπεπτώκει τὰ πράγματα Λυσ. 159. 16· - [[καθόλου]], [[πίπτω]] εἰς χείρονα κατάστασιν, εἰς δουλείαν Λυκοῦργ. 154. 14, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν Ἀριστ. Ποιητ. 13. 3· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τὸ κρεῖσσον, μ. ἐκ τοῦ κακῶς πράττειν Λυκοῦργ. 155. 32, πρβλ. Δημ. 805. 26· μεταπέσοι βελτίονα Εὐρ. Ἴων 412. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγματος, [[ἐκπίπτω]] ἀπό τινος, ὡς τὸ Λατ. spe excidere, εἰ ἡ [[γνῶσις]] τοῦ [[γνῶσις]] [[εἶναι]] μὴ μεταπίπτει Πλάτ. Κρατ. 440Α· πρβλ. [[ἐκπίπτω]] Ι.
|lstext='''μεταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι· - [[πίπτω]] κατὰ διάφορον τρόπον, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], α) κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν [[σχῆμα]], μ. τὸ [[εἶδος]] Ἡρόδ. 6. 61· μ. εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]] Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐκ γυναικὸς ἐς [[ὄρνεον]] Λουκ. Φιλοψ. 2· ἀπολ., Πλάτ. Κρατ. 440Α, κτλ.· - ἢ, β) ἐσωτερικῶς κατὰ τὴν γνώμην, [[μεταβάλλω]] [[αἴφνης]] γνώμην, τὸν [[ὁμόθεν]] πεφυκότα στέργων μετέπεσον Εὐρ. Ι. Α. 502· μ. ἐξ ἐχθίστου Ἀριστοφ. Ὄρν. 626· ἀπολ., Πολύβ. 5. 49, 7. 2) ἐπὶ μεταβολῆς τόπου, μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], μεταφέρομαι Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4. 11, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ [[ψήφων]] εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]] Πλάτ. Ἀπολ. 36Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· [[ἀλλά]], ὀστράκου μεταπεσόντος, ὡς τὸ [[ὄστρακον]] ἔπεσεν ἀντιστρόφως, παροιμ. ἐπὶ αἰφνιδίου μεταβολῆς, (ληφθεῖσα, ὡς λέγεται, ἐκ τῆς παιδιᾶς [[ὀστρακίνδα]]), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β. 3) ἐπὶ καταστάσεων, περιστάσεων, κ.τ.τ., μεταπίπτοντος δαίμονος Εὐρ. Ἄλκ. 913· μ. ἄνω [[κάτω]] Πλάτ. Γοργ. 493Α· [[τοὐναντίον]] μ. (δηλ. εἰς τ.) ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 162D· τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μ. ταχὺ Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1· - συχν. ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, ὑφίσταμαι [[μεταβολή]], ἐπανάστασιν, ἀνατροπήν, Θουκ. 8. 68· μεταπεπτώκει τὰ πράγματα Λυσ. 159. 16· - [[καθόλου]], [[πίπτω]] εἰς χείρονα κατάστασιν, εἰς δουλείαν Λυκοῦργ. 154. 14, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 440Β· ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν Ἀριστ. Ποιητ. 13. 3· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τὸ κρεῖσσον, μ. ἐκ τοῦ κακῶς πράττειν Λυκοῦργ. 155. 32, πρβλ. Δημ. 805. 26· μεταπέσοι βελτίονα Εὐρ. Ἴων 412. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγματος, [[ἐκπίπτω]] ἀπό τινος, ὡς τὸ Λατ. spe excidere, εἰ ἡ [[γνῶσις]] τοῦ [[γνῶσις]] [[εἶναι]] μὴ μεταπίπτει Πλάτ. Κρατ. 440Α· πρβλ. [[ἐκπίπτω]] Ι.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> μετέπεσον;<br />tomber d'un autre côté ; se renverser, se retourner :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> τὸ [[εἶδος]] HDT changer de forme ; [[ἐς]] [[ὄρνεον]] [[ἐκ]] γυναικός LUC être changée de femme en oiseau;<br /><b>2</b> <i>particul. en mauv. part</i> tomber dans une situation moindre, dégénérer ; <i>abs.</i> s'écrouler, être renversé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml