Anonymous

κατακαίω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] (s. [[καίω]]), att. -κάω, wie Isocr. 4, 155, verbrennen; den Leichnam, ἀλλ' ἄρα μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι Il. 6, 418, [[ἀλλά]] με κακκῆαι Od. 11, 74; so auch κατακῆαι, 10, 533. 11, 46 Bekker, Wolf [[κατακεῖαι]], wie Il. 7, 408 κατακειέμεν, Bekker κατακαιέμεν; [[κατακήομεν]] αὐτούς, conj. aor., Il. 7, 333; oft in tmesi, wie κατὰ πίονα μηρί' [[ἔκηα]] u. κατὰ μῆρ' ἐκάη, 1, 40 Od. 3, 461; κατὰ πῦρ ἐκάη, das Feuer war niedergebrannt, Il. 9, 212; τῇ λαμπάδι ὑμᾶς κατακαύσω Ar. Lys. 1218; κατακαίουσι τοὺς μάντιας Her. 4, 69; ἡ οἰκίη κατεκάη 4, 79; κατακαυθέντων ἱρῶν 6, 101; Thuc. 2, 4; κατακεκαύκασιν Xen. Hell. 6, 5, 37; κατεκέκαυτο 50; [[ἕως]] ἂν κατακαυθῇ Plat. Phaed. 86 c; κατακαυθήσομαι Ar. Nubb. 1505; κατακέκαυμαι Andoc. 1, 108; κατακαήσεται I. Cor. 3, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] (s. [[καίω]]), att. -κάω, wie Isocr. 4, 155, verbrennen; den Leichnam, ἀλλ' ἄρα μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι Il. 6, 418, [[ἀλλά]] με κακκῆαι Od. 11, 74; so auch κατακῆαι, 10, 533. 11, 46 Bekker, Wolf [[κατακεῖαι]], wie Il. 7, 408 κατακειέμεν, Bekker κατακαιέμεν; [[κατακήομεν]] αὐτούς, conj. aor., Il. 7, 333; oft in tmesi, wie κατὰ πίονα μηρί' [[ἔκηα]] u. κατὰ μῆρ' ἐκάη, 1, 40 Od. 3, 461; κατὰ πῦρ ἐκάη, das Feuer war niedergebrannt, Il. 9, 212; τῇ λαμπάδι ὑμᾶς κατακαύσω Ar. Lys. 1218; κατακαίουσι τοὺς μάντιας Her. 4, 69; ἡ οἰκίη κατεκάη 4, 79; κατακαυθέντων ἱρῶν 6, 101; Thuc. 2, 4; κατακεκαύκασιν Xen. Hell. 6, 5, 37; κατεκέκαυτο 50; [[ἕως]] ἂν κατακαυθῇ Plat. Phaed. 86 c; κατακαυθήσομαι Ar. Nubb. 1505; κατακέκαυμαι Andoc. 1, 108; κατακαήσεται I. Cor. 3, 15.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[κατακαύσω]], <i>ao.</i> κατέκαυσα, <i>pf.</i> κατακέκαυκα;<br /><i>Pass. ao.</i> κατεκαύσθην, <i>ao.2</i> [[κατεκάην]];<br />brûler complètement, consumer entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακαίω''': Ἀττ. -κάω ᾱ, Ἐπικ. ἀπαρ. κατακαιέμεν, Ἰλ. Η. 408: μέλλ. -[[καύσω]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1218: ἀόρ. κατέκαυσα Θουκ. 7. 25· Ἐπικ. κατέκηα· α΄ πληθ. ὑποτ. [[κατακήομεν]] ἢ -κείομεν (ἀντὶ -κήωμεν) Ἰλ. Η. 333· ἀπαρ. κατακῆαι Ὀδ. Λ. 46, [[κακκῆαι]] [[αὐτόθι]] 74 (μετὰ διαφ. γραφ. -κεῖαι): πρκμ. -κέκαυκα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 37.- Παθ., μέλλ. -καυθήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1505: ἀόρ. κατεκαύθην καὶ κατεκάην, ἀμφότερα παρ’ Ἡροδ., ὧν τὸ α΄ λέγεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ Ἀττ. [[τύπος]]: πρκμ. -κέκαυμαι Ἀνδοκ. 14. 36, Ξενοφ. (πρβλ. [[καίω]]). Καίω, ἐντελῶς, καίων [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]], παρ’ Ὁμήρῳ ἐπὶ τῆς καύσεως θυμάτων καὶ νεκρῶν πτωμάτων, κατὰ πίονα μηρί’ [[ἔκηα]] Ἰλ. Α. 40· κατὰ μῆρ’ ἐκάη Γ. 460· [[κατακήομεν]] αὐτοὺς Ἰλ. Η. 333· μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι Ζ. 418· οὕτω, κ. τοὺς μάντιας, ἔκαυσαν αὐτοὺς ζῶντας, Ἡρόδ. 4. 69· ζώοντα κατακαυθῆναι ὁ αὐτ. 1. 86, πρβλ. 2. 107· - ἀκολούθως ἐπὶ [[πόλεων]], οἰκιῶν, κτλ., κατὰ μὲν ἔκαυσαν… πόλιν ὁ αὐτ. 8. 33· κατεκαίετο ὁ ἐν Δελφοῖσι νηὸς ὁ αὐτ. 1. 50· Η οἰκίη κατεκάη ὁ αὐτ. 4. 79· κατακαυθέντων τῶν ἱρῶν ὁ αὐτ. 6. 101, πρβλ. Ἀνδοκ. 14. 36· γῆ κατακεκαυμένη, [[μέρος]] κεκαυμένον, ἠφαιστειῶδες, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 21· Κατακεκαυμένη ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τῆς ἄνω κοιλάδος τοῦ Ἕρμου ἐν Λυδίᾳ, Στράβ. 628· καὶ ὁ [[ἐκεῖθεν]] ἐξαγόμενος [[οἶνος]] ἐκαλεῖτο κατακεκαυμενίτης. II Παθ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], κατὰ πῦρ ἐκάη, εἶχε τελειώσῃ, Ἰλ. Ι. 212.
|lstext='''κατακαίω''': Ἀττ. -κάω ᾱ, Ἐπικ. ἀπαρ. κατακαιέμεν, Ἰλ. Η. 408: μέλλ. -[[καύσω]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1218: ἀόρ. κατέκαυσα Θουκ. 7. 25· Ἐπικ. κατέκηα· α΄ πληθ. ὑποτ. [[κατακήομεν]] ἢ -κείομεν (ἀντὶ -κήωμεν) Ἰλ. Η. 333· ἀπαρ. κατακῆαι Ὀδ. Λ. 46, [[κακκῆαι]] [[αὐτόθι]] 74 (μετὰ διαφ. γραφ. -κεῖαι): πρκμ. -κέκαυκα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 37.- Παθ., μέλλ. -καυθήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1505: ἀόρ. κατεκαύθην καὶ κατεκάην, ἀμφότερα παρ’ Ἡροδ., ὧν τὸ α΄ λέγεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ Ἀττ. [[τύπος]]: πρκμ. -κέκαυμαι Ἀνδοκ. 14. 36, Ξενοφ. (πρβλ. [[καίω]]). Καίω, ἐντελῶς, καίων [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]], παρ’ Ὁμήρῳ ἐπὶ τῆς καύσεως θυμάτων καὶ νεκρῶν πτωμάτων, κατὰ πίονα μηρί’ [[ἔκηα]] Ἰλ. Α. 40· κατὰ μῆρ’ ἐκάη Γ. 460· [[κατακήομεν]] αὐτοὺς Ἰλ. Η. 333· μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι Ζ. 418· οὕτω, κ. τοὺς μάντιας, ἔκαυσαν αὐτοὺς ζῶντας, Ἡρόδ. 4. 69· ζώοντα κατακαυθῆναι ὁ αὐτ. 1. 86, πρβλ. 2. 107· - ἀκολούθως ἐπὶ [[πόλεων]], οἰκιῶν, κτλ., κατὰ μὲν ἔκαυσαν… πόλιν ὁ αὐτ. 8. 33· κατεκαίετο ὁ ἐν Δελφοῖσι νηὸς ὁ αὐτ. 1. 50· Η οἰκίη κατεκάη ὁ αὐτ. 4. 79· κατακαυθέντων τῶν ἱρῶν ὁ αὐτ. 6. 101, πρβλ. Ἀνδοκ. 14. 36· γῆ κατακεκαυμένη, [[μέρος]] κεκαυμένον, ἠφαιστειῶδες, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 21· Κατακεκαυμένη ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τῆς ἄνω κοιλάδος τοῦ Ἕρμου ἐν Λυδίᾳ, Στράβ. 628· καὶ ὁ [[ἐκεῖθεν]] ἐξαγόμενος [[οἶνος]] ἐκαλεῖτο κατακεκαυμενίτης. II Παθ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], κατὰ πῦρ ἐκάη, εἶχε τελειώσῃ, Ἰλ. Ι. 212.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[κατακαύσω]], <i>ao.</i> κατέκαυσα, <i>pf.</i> κατακέκαυκα;<br /><i>Pass. ao.</i> κατεκαύσθην, <i>ao.2</i> [[κατεκάην]];<br />brûler complètement, consumer entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καίω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth