Anonymous

νεακόνητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0234.png Seite 234]] neu geschärft, eben erst geschliffen, Hesych., Schol. Soph. El. [Vgl. über das α Lob. zu Phryn. 701.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0234.png Seite 234]] neu geschärft, eben erst geschliffen, Hesych., Schol. Soph. El. [Vgl. über das α Lob. zu Phryn. 701.]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fraîchement aiguisé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἀκονάω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεήκης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεᾱκόνητος''': -ον, ([[ἀκονάω]]) ὁ νεωστὶ ἠκονημένος, γραφὴ τῶν Ἀντιγραφέων ἐν Σοφ. Ἠλ. 1395 νεακόνητον [[αἷμα]] χειροῖν ἔχων, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. (μετὰ τοῦ Ἡσύχ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μεγ. καὶ Α. Β 356. 20) ἑρμηνεύει τὴν λέξιν [[αἷμα]] διὰ τῆς λέξ. [[ξίφος]]· - ἀλλὰ ἡ γραφὴ νεᾱκόνητον δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὀρθή, ἀφ’ οὗ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὴν β΄ συλλαβὴν βραχεῖαν· [[ἐντεῦθεν]] ἡ διάφ. γραφ. παρὰ τῷ Σχολ. νεοκόνητον (ἐκ τοῦ [[καίνω]], κέκονα), νεωστὶ χυθείς, ὡς τὸ [[νεόφονος]]· ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν ἱκανοποιεῖ, ἀφ’ οὗ πρόκειται οὐχὶ περὶ αἵματος χυθέντος, ἀλλὰ περὶ μέλλοντος ἐντὸς ὀλίγου νὰ χυθῇ· ἀλλ’ ἴδε μακρὰν σημείωσιν Jebb. ἐν τόπῳ.
|lstext='''νεᾱκόνητος''': -ον, ([[ἀκονάω]]) ὁ νεωστὶ ἠκονημένος, γραφὴ τῶν Ἀντιγραφέων ἐν Σοφ. Ἠλ. 1395 νεακόνητον [[αἷμα]] χειροῖν ἔχων, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. (μετὰ τοῦ Ἡσύχ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μεγ. καὶ Α. Β 356. 20) ἑρμηνεύει τὴν λέξιν [[αἷμα]] διὰ τῆς λέξ. [[ξίφος]]· - ἀλλὰ ἡ γραφὴ νεᾱκόνητον δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὀρθή, ἀφ’ οὗ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὴν β΄ συλλαβὴν βραχεῖαν· [[ἐντεῦθεν]] ἡ διάφ. γραφ. παρὰ τῷ Σχολ. νεοκόνητον (ἐκ τοῦ [[καίνω]], κέκονα), νεωστὶ χυθείς, ὡς τὸ [[νεόφονος]]· ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν ἱκανοποιεῖ, ἀφ’ οὗ πρόκειται οὐχὶ περὶ αἵματος χυθέντος, ἀλλὰ περὶ μέλλοντος ἐντὸς ὀλίγου νὰ χυθῇ· ἀλλ’ ἴδε μακρὰν σημείωσιν Jebb. ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fraîchement aiguisé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἀκονάω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεήκης]].
}}
}}
{{grml
{{grml