3,270,341
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] τό, poet. statt [[πάχος]], die [[Dicke]], Od. 23, 191, obwohl es auch hier adj. sein könnte; substantivisch brauchen es Nic. Ther. 385. 468 Opp. Hal. 4, 535. – Aber Od. 8, 187 λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον ist nach der gew. Erklärung größer u. dicker, also irregul. Comparativ statt παχύτερον, nach Anderen von ὁ [[πάχετος]], größer auch an Dicke. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] τό, poet. statt [[πάχος]], die [[Dicke]], Od. 23, 191, obwohl es auch hier adj. sein könnte; substantivisch brauchen es Nic. Ther. 385. 468 Opp. Hal. 4, 535. – Aber Od. 8, 187 λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον ist nach der gew. Erklärung größer u. dicker, also irregul. Comparativ statt παχύτερον, nach Anderen von ὁ [[πάχετος]], größer auch an Dicke. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(τό) :<br />épaisseur ; <i>selon d'autres, adj.</i> épais, <i>ou subst. masc., acc.</i> πάχετον pierre massive.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάχετος''': ὁ σκοτεινή τις [[λέξις]] δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· [[πάχετος]] δ᾿ ἦν, ἠΰτε [[κίων]] Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, [[ὅπερ]] θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ [[εἶναι]] πιθανώτερον ὅτι [[εἶναι]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[παχύς]], [[ὀγκώδης]], «[[παχύς]]», ὡς τὸ [[περιμήκετος]] τοῦ [[περιμήκης]]. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = [[πάχος]], τό, [[παχύτης]], [[ὄγκος]], Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη. | |lstext='''πάχετος''': ὁ σκοτεινή τις [[λέξις]] δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· [[πάχετος]] δ᾿ ἦν, ἠΰτε [[κίων]] Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, [[ὅπερ]] θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ [[εἶναι]] πιθανώτερον ὅτι [[εἶναι]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[παχύς]], [[ὀγκώδης]], «[[παχύς]]», ὡς τὸ [[περιμήκετος]] τοῦ [[περιμήκης]]. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = [[πάχος]], τό, [[παχύτης]], [[ὄγκος]], Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |