Anonymous

μεταγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0145.png Seite 145]] (s. [[γιγνώσκω]]), 1) hinterher, später erkennen, einsehen, ἄταν δ' ἀπάτᾳ μεταγνούς, Aesch. Suppl. 103. – 2) seine Meinung, Ansicht, seinen Entschluß ändern, auch bereuen; τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 214; [[οὔκουν]] ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι [[πάλιν]], Soph. Phil. 1254; μετέγνων τὰ πρόσθ' εἰρημένα, d. i. widerrufen, Eur. Med. 64, wie τὰ προδεδογμένα Thuc. 3, 40; μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα, Her. 1, 86. 7, 15 u. öfter; Andoc. 2, 6; τοῖς δὲ οὐκ ἔστι [[χρόνος]], ἐν ᾡ μεταγνῶναι προσήκει, Plat. Phaedr. 231 a; μετεγνωκὼς τὴν τομήν, Luc. Nero 4; oft Plut.; ἐπί τινι, Hdn. 2, 13, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0145.png Seite 145]] (s. [[γιγνώσκω]]), 1) hinterher, später erkennen, einsehen, ἄταν δ' ἀπάτᾳ μεταγνούς, Aesch. Suppl. 103. – 2) seine Meinung, Ansicht, seinen Entschluß ändern, auch bereuen; τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 214; [[οὔκουν]] ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι [[πάλιν]], Soph. Phil. 1254; μετέγνων τὰ πρόσθ' εἰρημένα, d. i. widerrufen, Eur. Med. 64, wie τὰ προδεδογμένα Thuc. 3, 40; μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα, Her. 1, 86. 7, 15 u. öfter; Andoc. 2, 6; τοῖς δὲ οὐκ ἔστι [[χρόνος]], ἐν ᾡ μεταγνῶναι προσήκει, Plat. Phaedr. 231 a; μετεγνωκὼς τὴν τομήν, Luc. Nero 4; oft Plut.; ἐπί τινι, Hdn. 2, 13, 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταγνώσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> reconnaître trop tard, acc.;<br /><b>2</b> changer de projet, revenir sur une résolution : [[τι]] revenir sur une détermination, avec un inf. ; <i>ou avec</i> [[ὡς]] revenir sur une résolution et se résoudre à <i>ou</i> décider que ; avoir regret de, se repentir de : [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[γιγνώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταγιγνώσκω''': Ἰων. καὶ μεταγεν., -γῑνώσκω· μέλλ. -γνώσομαι· ἀόρ. μετέγνων. Γινώσκω κατόπιν, δηλ.: πολὺ ἀργά, ἄταν... μεταγνοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 110. II. [[μεταβάλλω]] γνώμην, μετανοῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 40, 86· μετέγνων, [[ἔγνων]] δέ... μετέβαλον γνώμην καὶ ἀπεφάσισα..., ὁ αὐτ. ἐν 7. 15· μεταγνοὺς ὀρθῶς ἂν βουλεύσαιτο Ἀντιφῶν 140. 17, πρβλ. Θουκ. 4. 92, Πλάτ. Φαῖδρ. 231Α· [[οὔκουν]] ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι [[πάλιν]]; Σοφ. Φιλ. 1270. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[μεταβάλλω]] γνώμην ἢ [[φρόνημα]] [[περί]] τινος πράγματος, μετανοῶ διά τι, μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ’ εἰρημένα Εὐρ. Μήδ. 64· μ. τὰ προδεδογμένα, [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ προηγουμένην ἀπόφασιν, Θουκ. 3. 40 πρβλ. Λουκ. Νέρωνα 4. 3) μετ’ ἀπαρ., [[μεταβάλλω]] τὴν γνώμην μου καὶ [[πράττω]] τι διάφορον, τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 221· ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι Θουκ. 1. 44· μετ. ὡς..., [[μεταβάλλω]] γνώμην καὶ [[νομίζω]] ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 40· πρβλ. [[μεταβουλεύω]] ΙΙ, [[μεταλαμβάνω]] ΙΙΙ, [[μετανοέω]].
|lstext='''μεταγιγνώσκω''': Ἰων. καὶ μεταγεν., -γῑνώσκω· μέλλ. -γνώσομαι· ἀόρ. μετέγνων. Γινώσκω κατόπιν, δηλ.: πολὺ ἀργά, ἄταν... μεταγνοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 110. II. [[μεταβάλλω]] γνώμην, μετανοῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 40, 86· μετέγνων, [[ἔγνων]] δέ... μετέβαλον γνώμην καὶ ἀπεφάσισα..., ὁ αὐτ. ἐν 7. 15· μεταγνοὺς ὀρθῶς ἂν βουλεύσαιτο Ἀντιφῶν 140. 17, πρβλ. Θουκ. 4. 92, Πλάτ. Φαῖδρ. 231Α· [[οὔκουν]] ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι [[πάλιν]]; Σοφ. Φιλ. 1270. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[μεταβάλλω]] γνώμην ἢ [[φρόνημα]] [[περί]] τινος πράγματος, μετανοῶ διά τι, μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ’ εἰρημένα Εὐρ. Μήδ. 64· μ. τὰ προδεδογμένα, [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ προηγουμένην ἀπόφασιν, Θουκ. 3. 40 πρβλ. Λουκ. Νέρωνα 4. 3) μετ’ ἀπαρ., [[μεταβάλλω]] τὴν γνώμην μου καὶ [[πράττω]] τι διάφορον, τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 221· ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι Θουκ. 1. 44· μετ. ὡς..., [[μεταβάλλω]] γνώμην καὶ [[νομίζω]] ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 40· πρβλ. [[μεταβουλεύω]] ΙΙ, [[μεταλαμβάνω]] ΙΙΙ, [[μετανοέω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταγνώσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> reconnaître trop tard, acc.;<br /><b>2</b> changer de projet, revenir sur une résolution : [[τι]] revenir sur une détermination, avec un inf. ; <i>ou avec</i> [[ὡς]] revenir sur une résolution et se résoudre à <i>ou</i> décider que ; avoir regret de, se repentir de : [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[γιγνώσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml