Anonymous

οἰκειόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0299.png Seite 299]] zum [[οἰκεῖος]] machen, zum Vertrauten, Freunde machen, Ggstz von [[ἀλλοτριόω]], Thuc. 3, 65. – Med., [[οὐδαμῶς]] ἐξελὼν αὐτούς, ἀλλὰ [[κάρτα]] οἰκηϊεύμενος, Her. 4, 148; οὐ μόνον τῇ [[ἄλλῃ]] φιλίᾳ βούλεται ᾠκειῶσθαι, ἀλλὰ καὶ τῷ συγγράμματι, Plat. Parm. 228 a, vgl. Prot. 326 b. – Übertr., ἡ [[πραγματεία]] ἡμῶν πρὸς ἓν [[γένος]] ἀκροατῶν οἰκειοῦται, paßt sich einer Art von Lesern an, paßt für sie, Pol. 9, 1, 2. – Gew. zu eigen machen, bes. im med., sich aneignen, τὴν Ἀσίην οἰκειεῦνται οἱ Πέρσαι, Her. 1, 4; ἅπαντα ἐν τῇ πόλει οἰκειοὖσθαι, Plat. Rep. V, 466 c; oft bei Folgdn; auch act., ὡς οἰκειοῦντες τὰς [[τότε]] καλουμένας [[ἐννέα]] ὁδούς, Thuc. 1, 100.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0299.png Seite 299]] zum [[οἰκεῖος]] machen, zum Vertrauten, Freunde machen, Ggstz von [[ἀλλοτριόω]], Thuc. 3, 65. – Med., [[οὐδαμῶς]] ἐξελὼν αὐτούς, ἀλλὰ [[κάρτα]] οἰκηϊεύμενος, Her. 4, 148; οὐ μόνον τῇ [[ἄλλῃ]] φιλίᾳ βούλεται ᾠκειῶσθαι, ἀλλὰ καὶ τῷ συγγράμματι, Plat. Parm. 228 a, vgl. Prot. 326 b. – Übertr., ἡ [[πραγματεία]] ἡμῶν πρὸς ἓν [[γένος]] ἀκροατῶν οἰκειοῦται, paßt sich einer Art von Lesern an, paßt für sie, Pol. 9, 1, 2. – Gew. zu eigen machen, bes. im med., sich aneignen, τὴν Ἀσίην οἰκειεῦνται οἱ Πέρσαι, Her. 1, 4; ἅπαντα ἐν τῇ πόλει οἰκειοὖσθαι, Plat. Rep. V, 466 c; oft bei Folgdn; auch act., ὡς οἰκειοῦντες τὰς [[τότε]] καλουμένας [[ἐννέα]] ὁδούς, Thuc. 1, 100.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> οἰκειώσω, <i>pf. Pass.</i> ᾠκείωμαι;<br />rendre familier, <i>d'où</i><br /><b>1</b> unir intimement;<br /><b>2</b> rendre propre <i>ou</i> particulier à, approprier ; <i>au sens réfléchi (s.e.</i> ἑαυτῷ) s'approprier, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οἰκειόομαι]], [[οἰκειοῦμαι]];<br /><b>1</b> unir à soi ; se concilier ; <i>avec idée de force</i> s'approprier, acc.;<br /><b>2</b> unir, concilier.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκεῖος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκειόω''': Ἰων, οἰκηιόω, [[κάμνω]] τι ἢ τινὰ οἰκεῖον, ([[οἰκεῖος]] ΙΙΙ). 1) [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, ἀντίθετον τῷ ἀλλοτριόω, Θουκ. 3. 65. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ., 1) μετ’ αἰτ. προσ. [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, κτῶμαι τὴν εὔνοιαν ἢ ἀγάπην τινός, Ἡρόδ. 4. 148, Πλάτ. Νόμ. 738D· οὐκ ᾠκειώσατο πρὸς αὐτὸν Πλουτ. Ὄθων 2· οἰκ. τὸν δῆμον λόγῳ Διον. Ἁλ. 9. 44· - Παθ., [[γίνομαι]] φίλος, ἀντίθετ. τῷ πολεμοῦμαι, Θουκ. 1. 36, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 13. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[κάμνω]] τι ἴδιόν μου, ἀπαιτῶ ὡς ἴδιόν μου [[πρᾶγμα]], οἰκειοποιοῦμαι, τὴν Ἀσίην οἰκηιεῦνται οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 1. 4· τούτων τὴν ἐξεύρεσιν οὐκ οἰκηιεῦνται Λυδοὶ [[αὐτόθι]] 94· [[οὕτως]], Αἰγύπτιοι οἰκηιεῦνται Καμβύσεα, θεωροῦσιν ὡς ἀνήκοντα εἰς ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 3. 2· ἅπαντα τὰ ἐν πόλει οἰκειοῦσθαι, οἰκειοποιεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 466C· σχεδὸν ὡς τὸ [[σφετερίζω]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 843Ε. 3) [[καθόλου]], [[προσαρμόζω]], τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπὸν Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16· τὴν πραγματείαν ἡμῶν ... πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκεοῦσθαι Πολύβ, 9. 1, 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[οἰκεῖος]] ἢ ἑνοῦμαι στενῶς, ἰσχυρῶς, ταῖς ψυχαῖς Πλάτ. Πρωτ. 326Β, πρβλ. Παρμ. 128Α· οἱ ᾠκειωμένοι φυσιολογίᾳ Διογ. Λ. 10. 37.
|lstext='''οἰκειόω''': Ἰων, οἰκηιόω, [[κάμνω]] τι ἢ τινὰ οἰκεῖον, ([[οἰκεῖος]] ΙΙΙ). 1) [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, ἀντίθετον τῷ ἀλλοτριόω, Θουκ. 3. 65. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ., 1) μετ’ αἰτ. προσ. [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, κτῶμαι τὴν εὔνοιαν ἢ ἀγάπην τινός, Ἡρόδ. 4. 148, Πλάτ. Νόμ. 738D· οὐκ ᾠκειώσατο πρὸς αὐτὸν Πλουτ. Ὄθων 2· οἰκ. τὸν δῆμον λόγῳ Διον. Ἁλ. 9. 44· - Παθ., [[γίνομαι]] φίλος, ἀντίθετ. τῷ πολεμοῦμαι, Θουκ. 1. 36, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 13. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[κάμνω]] τι ἴδιόν μου, ἀπαιτῶ ὡς ἴδιόν μου [[πρᾶγμα]], οἰκειοποιοῦμαι, τὴν Ἀσίην οἰκηιεῦνται οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 1. 4· τούτων τὴν ἐξεύρεσιν οὐκ οἰκηιεῦνται Λυδοὶ [[αὐτόθι]] 94· [[οὕτως]], Αἰγύπτιοι οἰκηιεῦνται Καμβύσεα, θεωροῦσιν ὡς ἀνήκοντα εἰς ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 3. 2· ἅπαντα τὰ ἐν πόλει οἰκειοῦσθαι, οἰκειοποιεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 466C· σχεδὸν ὡς τὸ [[σφετερίζω]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 843Ε. 3) [[καθόλου]], [[προσαρμόζω]], τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπὸν Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16· τὴν πραγματείαν ἡμῶν ... πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκεοῦσθαι Πολύβ, 9. 1, 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[οἰκεῖος]] ἢ ἑνοῦμαι στενῶς, ἰσχυρῶς, ταῖς ψυχαῖς Πλάτ. Πρωτ. 326Β, πρβλ. Παρμ. 128Α· οἱ ᾠκειωμένοι φυσιολογίᾳ Διογ. Λ. 10. 37.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> οἰκειώσω, <i>pf. Pass.</i> ᾠκείωμαι;<br />rendre familier, <i>d'où</i><br /><b>1</b> unir intimement;<br /><b>2</b> rendre propre <i>ou</i> particulier à, approprier ; <i>au sens réfléchi (s.e.</i> ἑαυτῷ) s'approprier, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οἰκειόομαι]], [[οἰκειοῦμαι]];<br /><b>1</b> unir à soi ; se concilier ; <i>avec idée de force</i> s'approprier, acc.;<br /><b>2</b> unir, concilier.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκεῖος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm