Anonymous

λιβάδιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] τό, ein feuchter Ort, Au, Wiese, VLL. u. Sp. – Als dim. von [[λιβάς]], kleiner Quell, Strab. VIII, 389; πότιμα λιβάδια, Plut. qu. nat. 5; Hdn. Epimer. 77 wird es erkl. μικρὸς [[σταλαγμός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] τό, ein feuchter Ort, Au, Wiese, VLL. u. Sp. – Als dim. von [[λιβάς]], kleiner Quell, Strab. VIII, 389; πότιμα λιβάδια, Plut. qu. nat. 5; Hdn. Epimer. 77 wird es erkl. μικρὸς [[σταλαγμός]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />un peu d'eau.<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβάδιον''': τό, (λιβὰς) [[ὕδωρ]], πότιμα λ. Πλούτ. 2. 913C· μικρὸς [[ῥύαξ]], λ. ὕδατος Στράβ. 389. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἡρῳδιαν. (Ἐπιμερ. 77) «[[λιβάδιον]]· μικρὸς [[σταλαγμός]]». ΙΙ. ἐν τῇ [[κοινῇ]] διαλέκτῳ, [[τόπος]] [[ἔνυδρος]], [[λειμών]], «λιβάδι», Θωμ. Μάγιστρ. 223. 15. Εὐστ. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] βοτάνης, [[κενταύριον]] μικρόν, centaureum parvum, Πλιν. Ν. Η. 25. 31. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Α΄, σ. 403.
|lstext='''λῐβάδιον''': τό, (λιβὰς) [[ὕδωρ]], πότιμα λ. Πλούτ. 2. 913C· μικρὸς [[ῥύαξ]], λ. ὕδατος Στράβ. 389. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἡρῳδιαν. (Ἐπιμερ. 77) «[[λιβάδιον]]· μικρὸς [[σταλαγμός]]». ΙΙ. ἐν τῇ [[κοινῇ]] διαλέκτῳ, [[τόπος]] [[ἔνυδρος]], [[λειμών]], «λιβάδι», Θωμ. Μάγιστρ. 223. 15. Εὐστ. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] βοτάνης, [[κενταύριον]] μικρόν, centaureum parvum, Πλιν. Ν. Η. 25. 31. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Α΄, σ. 403.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />un peu d'eau.<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm