3,277,381
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] ganz vernachlässigen, τινός, Isocr. 3, 18, neben [[ὀλιγωρέω]]; achtlos sein, Soph. Ai. 45; öfter in Prosa ohne Casus, [[ἄρχων]] αἱρεθεὶς κατημέλει Xen. An. 5, 8, 1; auch pass., κατημελημένος Isocr. 12, 8; καταμεληθεῖσα neben περιυβρισθεῖ. σα Plut. Aut. 53 A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] ganz vernachlässigen, τινός, Isocr. 3, 18, neben [[ὀλιγωρέω]]; achtlos sein, Soph. Ai. 45; öfter in Prosa ohne Casus, [[ἄρχων]] αἱρεθεὶς κατημέλει Xen. An. 5, 8, 1; auch pass., κατημελημένος Isocr. 12, 8; καταμεληθεῖσα neben περιυβρισθεῖ. σα Plut. Aut. 53 A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />négliger complètement, gén. ; <i>Pass.</i> être complètement négligé, dédaigné.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμελέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατᾰμελέω''': [[ὅλως]] [[διόλου]] ἀμελῶ τινος, δὲν δίδω προσοχήν (πρβλ. [[ἐξαμελέω]]), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, τῶν φρουράρχων Ξεν. Οἰκ. 4, 7. ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[ὁπόθεν]]· δὲ [[καταφαγεῖν]] ἔχοι, τούτου κατημέληκεν Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 10· ἀπολ., δὲν [[προσέχω]], ἀδιαφορῶ, Σοφ. Αἴ. 45, 912, Πλάτ. Τίμ. 44C, κλ.· [[ἄνευ]] πτώσ., ἄρχων αἱρεθεὶς κατημέλει, δηλ. τῶν [[ἑαυτοῦ]] καθηκόντων, Ξεν. Ἀν. 5, 8, 1· μηδὲν κ. [[μήτε]] καταρρᾳθυμεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 2, 39· οἱ μὲν καταμελοῦσιν οἱ δὲ ὀλιγωροῦσιν Ἰσοκρ. 3, 18.- Παθ., παραμελοῦμαι, καταφρονοῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826: Παθ. πρκμ. κατημελημένος Ἰσοκρ. 234Β· περιυβρισθεῖσα καὶ καταμεληθεῖσα Πλουτ. Ἀντών. 53. | |lstext='''κατᾰμελέω''': [[ὅλως]] [[διόλου]] ἀμελῶ τινος, δὲν δίδω προσοχήν (πρβλ. [[ἐξαμελέω]]), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, τῶν φρουράρχων Ξεν. Οἰκ. 4, 7. ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[ὁπόθεν]]· δὲ [[καταφαγεῖν]] ἔχοι, τούτου κατημέληκεν Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 10· ἀπολ., δὲν [[προσέχω]], ἀδιαφορῶ, Σοφ. Αἴ. 45, 912, Πλάτ. Τίμ. 44C, κλ.· [[ἄνευ]] πτώσ., ἄρχων αἱρεθεὶς κατημέλει, δηλ. τῶν [[ἑαυτοῦ]] καθηκόντων, Ξεν. Ἀν. 5, 8, 1· μηδὲν κ. [[μήτε]] καταρρᾳθυμεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 2, 39· οἱ μὲν καταμελοῦσιν οἱ δὲ ὀλιγωροῦσιν Ἰσοκρ. 3, 18.- Παθ., παραμελοῦμαι, καταφρονοῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826: Παθ. πρκμ. κατημελημένος Ἰσοκρ. 234Β· περιυβρισθεῖσα καὶ καταμεληθεῖσα Πλουτ. Ἀντών. 53. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |