Anonymous

μεταμέλει: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=metame/lei
|Beta Code=metame/lei
|Definition=impf. [[μετέμελε]]: fut. -[[μελήσει]]: aor. [[μετεμέλησε]]: (μέλω): <span class="sense"><span class="bld">I</span> impers., [[it repents]] me, [[rues]] me:—Constr.: </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> c. dat. pers. et gen. rei, ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων <span class="bibl">Lys.30.30</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>231a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> more freq. c. dat. rei in part. agreeing with the dat. pers., <b class="b3">μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι</b> [[it repented him of]] having scourged it, <span class="bibl">Hdt.7.54</span>, cf. <span class="bibl">1.130</span>, <span class="bibl">3.140</span>, <span class="bibl">Antipho 5.91</span>; <b class="b3">οὔτε μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ</b> I do not [[regret]] having thus defended myself, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>38e</span>; also <b class="b3">μ. μοι ὅτι</b>… <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.3.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> abs., <b class="b3">μ. τινί</b> [[it repents]] one, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>358</span>, <span class="bibl">Antipho 5.94</span>, <span class="bibl">Lys.16.2</span>: also without a dat., <b class="b3">ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις</b> [[to repent]] when in distress, <span class="bibl">Th.2.61</span>; μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν ἐν ταῖς πράξεσιν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>356d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> part. neut. [[μεταμέλον]] abs., [[since it repented]] him, τῶν ἀνηλωμένων αὐτοῖς μ. <span class="bibl">Isoc. 18.60</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>114a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> seldom with nom., [[cause repentance]] or [[sorrow]], τῷ Ἀρίστωνι τὸ εἰρημένον μετέμελε <span class="bibl">Hdt.6.63</span>; τοῖσι… ἡγεομένοισι τὰ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδέν <span class="bibl">Id.9.1</span>; ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνος <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>771</span> (nowh. else in Trag.); οἶμαι δέ σοι ταῦτα μεταμελήσειν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1114</span>.—Cf. [[μεταμέλομαι]].</span>
|Definition=impf. [[μετέμελε]]: fut. -[[μελήσει]]: aor. [[μετεμέλησε]]: (μέλω): <span class="sense"><span class="bld">I</span> impers., [[it repents]] me, [[rues]] me:—Constr.: </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> c. dat. pers. et gen. rei, ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων <span class="bibl">Lys.30.30</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>231a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> more freq. c. dat. rei in part. agreeing with the dat. pers., <b class="b3">μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι</b> [[it repented him of]] having scourged it, <span class="bibl">Hdt.7.54</span>, cf. <span class="bibl">1.130</span>, <span class="bibl">3.140</span>, <span class="bibl">Antipho 5.91</span>; <b class="b3">οὔτε μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ</b> I do not [[regret]] having thus defended myself, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>38e</span>; also <b class="b3">μ. μοι ὅτι</b>… <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.3.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> abs., <b class="b3">μ. τινί</b> [[it repents]] one, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>358</span>, <span class="bibl">Antipho 5.94</span>, <span class="bibl">Lys.16.2</span>: also without a dat., <b class="b3">ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις</b> [[to repent]] when in distress, <span class="bibl">Th.2.61</span>; μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν ἐν ταῖς πράξεσιν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>356d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> part. neut. [[μεταμέλον]] abs., [[since it repented]] him, τῶν ἀνηλωμένων αὐτοῖς μ. <span class="bibl">Isoc. 18.60</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>114a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> seldom with nom., [[cause repentance]] or [[sorrow]], τῷ Ἀρίστωνι τὸ εἰρημένον μετέμελε <span class="bibl">Hdt.6.63</span>; τοῖσι… ἡγεομένοισι τὰ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδέν <span class="bibl">Id.9.1</span>; ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνος <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>771</span> (nowh. else in Trag.); οἶμαι δέ σοι ταῦτα μεταμελήσειν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1114</span>.—Cf. [[μεταμέλομαι]].</span>
}}
{{bailly
|btext=<i>impers.</i><br />v. [[μεταμέλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταμέλει''': παρατ. μετέμελε, μέλλ. -μελήσει, ἀόρ. μετεμέλησε, ([[μέλω]]). Ι. ἀπροσ., ἐπέρχεται [[μεταμέλεια]], Λατ. poenitet me: ― Συντάσσ.· 1) μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πραγμ., ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων, εἰς ὑμᾶς ἂς ἐπέλθῃ [[μεταμέλεια]], σεῖς νὰ μετανοήσητε δι’ ὅσα ἐπράξατε, Λυσ. 186. 12. πρβλ. Φαῖδρ. 231Α, Ξεν Κύρ. 8. 3, 32. 2) συχνότερον τὸ [[πρᾶγμα]] περὶ οὗ τις μετανοεῖ τίθεται κατὰ μετοχὴν συμφωνοῦσαν πρὸς τὴν δοτ., μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι, μετενόησεν ὅτι ἐμαστίγωσε, Ἡρόδ. 7. 54, πρβλ. 1. 130., 3. 36, 140, Ἀντιφῶν 140. 18· [[μεταμέλει]] μοι [[οὕτως]] ἀπολογησαμένῳ, μετανοῶ ὅτι [[οὕτως]] ἀπελογήθην, Πλάτ. Ἀπολ. 38Ε· ― οὕτω, μ. μοι ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 3, 6. 3) [[συχνάκις]] ἀπολ., μ. μοι, μετανοῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 358, Ἀντιφῶν 140. 33· ― [[ἐνίοτε]] κεῖται [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ διακρίνηται ἀπὸ τοῦ [[μεταμέλομαι]] 3· ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, συνέβη ὑμῖν [[ὥστε]] να πεισθῆτε μὲν ὅτε αἱ δυνάμεις ὑμῶν ἦσαν ἀκέραιοι, νὰ μετανοῆτε δὲ νῦν ὅτε εὑρέθητε ἐν δεινοῖς, Θουκ. 2. 61· μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν Πλάτ. Πρωτ. 356D. 4) μετοχ. οὐδετ. μεταμέλον, ἀπολ., τῶν μὲν ἀνηλωμένων αὐτοῖς μεταμέλον, ἐνῷ ἐκεῖνοι μετενόουν δι’ ὅσα ἐδαπάνησαν, Ἰσοκρ. 382C, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 113Ε. ΙΙ. σπανίως μετ’ ὀνομαστ., προξενῶ μετάνοιαν ἢ θλῖψιν, τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον (ἀντὶ τοῦ εἰρημένου) Ἡρόδ. 6. 63· τοῖσι... ἡγεομένοισι τὰ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδὲν ὁ αὐτ. 9. 1· ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ [[πόνος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 771 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρὰ τοῖς Τραγ., καὶ αὐτὸς δὲ [[οὗτος]] ὁ [[στίχος]] θεωρεῖται [[ὕποπτος]]), [[οἶμαι]] δέ σοι [[ταῦτα]] μεταμελήσειν Ἀριστοφ. Νεφ. 1114. ― Πρβλ. [[μεταμέλομαι]].
|lstext='''μεταμέλει''': παρατ. μετέμελε, μέλλ. -μελήσει, ἀόρ. μετεμέλησε, ([[μέλω]]). Ι. ἀπροσ., ἐπέρχεται [[μεταμέλεια]], Λατ. poenitet me: ― Συντάσσ.· 1) μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πραγμ., ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων, εἰς ὑμᾶς ἂς ἐπέλθῃ [[μεταμέλεια]], σεῖς νὰ μετανοήσητε δι’ ὅσα ἐπράξατε, Λυσ. 186. 12. πρβλ. Φαῖδρ. 231Α, Ξεν Κύρ. 8. 3, 32. 2) συχνότερον τὸ [[πρᾶγμα]] περὶ οὗ τις μετανοεῖ τίθεται κατὰ μετοχὴν συμφωνοῦσαν πρὸς τὴν δοτ., μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι, μετενόησεν ὅτι ἐμαστίγωσε, Ἡρόδ. 7. 54, πρβλ. 1. 130., 3. 36, 140, Ἀντιφῶν 140. 18· [[μεταμέλει]] μοι [[οὕτως]] ἀπολογησαμένῳ, μετανοῶ ὅτι [[οὕτως]] ἀπελογήθην, Πλάτ. Ἀπολ. 38Ε· ― οὕτω, μ. μοι ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 3, 6. 3) [[συχνάκις]] ἀπολ., μ. μοι, μετανοῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 358, Ἀντιφῶν 140. 33· ― [[ἐνίοτε]] κεῖται [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ διακρίνηται ἀπὸ τοῦ [[μεταμέλομαι]] 3· ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, συνέβη ὑμῖν [[ὥστε]] να πεισθῆτε μὲν ὅτε αἱ δυνάμεις ὑμῶν ἦσαν ἀκέραιοι, νὰ μετανοῆτε δὲ νῦν ὅτε εὑρέθητε ἐν δεινοῖς, Θουκ. 2. 61· μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν Πλάτ. Πρωτ. 356D. 4) μετοχ. οὐδετ. μεταμέλον, ἀπολ., τῶν μὲν ἀνηλωμένων αὐτοῖς μεταμέλον, ἐνῷ ἐκεῖνοι μετενόουν δι’ ὅσα ἐδαπάνησαν, Ἰσοκρ. 382C, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 113Ε. ΙΙ. σπανίως μετ’ ὀνομαστ., προξενῶ μετάνοιαν ἢ θλῖψιν, τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον (ἀντὶ τοῦ εἰρημένου) Ἡρόδ. 6. 63· τοῖσι... ἡγεομένοισι τὰ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδὲν ὁ αὐτ. 9. 1· ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ [[πόνος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 771 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρὰ τοῖς Τραγ., καὶ αὐτὸς δὲ [[οὗτος]] ὁ [[στίχος]] θεωρεῖται [[ὕποπτος]]), [[οἶμαι]] δέ σοι [[ταῦτα]] μεταμελήσειν Ἀριστοφ. Νεφ. 1114. ― Πρβλ. [[μεταμέλομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>impers.</i><br />v. [[μεταμέλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml