Anonymous

μέθυσος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0114.png Seite 114]] weintrunken, berauscht, od. den Trunk liebend, μεθύση [[γραῦς]], Ar. Nubb. 547; u. so auch sonst bes. von Weibern, vgl. Lob. Phryn. 151; vom Manne Men. bei Ath. X, 442 d, wie Luc. Tim. 55; Plut. Brut. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0114.png Seite 114]] weintrunken, berauscht, od. den Trunk liebend, μεθύση [[γραῦς]], Ar. Nubb. 547; u. so auch sonst bes. von Weibern, vgl. Lob. Phryn. 151; vom Manne Men. bei Ath. X, 442 d, wie Luc. Tim. 55; Plut. Brut. 5.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />ivre.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μέθῠσος''': ὡς καὶ νῦν, [[κυρίως]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ θηλ., μεθύση [[γραῦς]] Ἀριστοφ. Νεφ. 555, Σφ. 1393, κτλ., ἴδε Φρύνιχ. 151, Α. Β. 107, Θωμᾶν Μάγιστρ.· ἀλλὰ παρὰ μεταγενεστ. [[ὡσαύτως]], 2) ἐπὶ ἀνδρῶν, μεθύσους τοὺς ἐμπόρους ποιεῖ Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 2, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 5, Λουκ. Τίμωνα 55· [[ἔκδοτος]] εἰς τὴν οἰνοποσίαν, μέθυσον καὶ ἀκρατῆ [[εἶναι]] Κέβητος Πίν. 34· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ., ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''μέθῠσος''': ὡς καὶ νῦν, [[κυρίως]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ θηλ., μεθύση [[γραῦς]] Ἀριστοφ. Νεφ. 555, Σφ. 1393, κτλ., ἴδε Φρύνιχ. 151, Α. Β. 107, Θωμᾶν Μάγιστρ.· ἀλλὰ παρὰ μεταγενεστ. [[ὡσαύτως]], 2) ἐπὶ ἀνδρῶν, μεθύσους τοὺς ἐμπόρους ποιεῖ Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 2, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 5, Λουκ. Τίμωνα 55· [[ἔκδοτος]] εἰς τὴν οἰνοποσίαν, μέθυσον καὶ ἀκρατῆ [[εἶναι]] Κέβητος Πίν. 34· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ., ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />ivre.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR