Anonymous

λάρυγξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0017.png Seite 17]] υγγος, nach E. M. auch -υγος, ὁ, u. nach den Gramm. auch ἡ, nach Arist. H. A. 1, 12 der Vordertheil des [[αὐχήν]], die Kehle, Schlund, Speiseröhre, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου [[καλῶς]] Eur. Cycl. 158; Ar. Ran. 575 Equ 1363; ἀνόσιοι λάρυγγες Eubul. bei Ath. III, 113 f. – Vgl. [[φάρυγξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0017.png Seite 17]] υγγος, nach E. M. auch -υγος, ὁ, u. nach den Gramm. auch ἡ, nach Arist. H. A. 1, 12 der Vordertheil des [[αὐχήν]], die Kehle, Schlund, Speiseröhre, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου [[καλῶς]] Eur. Cycl. 158; Ar. Ran. 575 Equ 1363; ἀνόσιοι λάρυγγες Eubul. bei Ath. III, 113 f. – Vgl. [[φάρυγξ]].
}}
{{bailly
|btext=υγγος (ὁ) :<br /><b>1</b> larynx;<br /><b>2</b> gorge, gosier.<br />'''Étymologie:''' DELG pê croisement entre [[λαιμός]] et [[φάρυγξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λάρυγξ''': [ᾰ] υγγος, ὁ, τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τοῦ ἀναπνευστικοῦ σωλῆνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12, 1, χρησιμεῦον κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τῶν φωνηέντων, [[αὐτόθι]] 4. 9, 2· ἀλλὰ παρὰ ποιηταῖς τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τοῦ πεπτικοῦ σωλῆνος ([[φάρυγξ]]) καὶ τοῦ ἀναπνευστικοῦ ([[λάρυγξ]]) συνεχῶς συγχέονται, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 4. 9, 1· - ὁ [[λαιμὸς]], ὁ [[φάρυγξ]], Εὐρ. Κύκλ. 157· χωρεῖν κατὰ τοῦ λ. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 7, πρβλ. Κρώβυλ. ἐν Ἀδηλ. 1· ἐπὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, ἀνόσιοι λάρυγγες Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 16· ἐκ τοῦ λ. ἐκκρεμάσας τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· τὸν λάρυγγ’ ἂν ἐκτέμοιμί σου ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 575· - μεταφ., λ. [[γλυκύς]], [[ὁμιλία]] Ἑβδ. (Σειρὰχ Ζ΄, 4).
|lstext='''λάρυγξ''': [ᾰ] υγγος, ὁ, τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τοῦ ἀναπνευστικοῦ σωλῆνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12, 1, χρησιμεῦον κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τῶν φωνηέντων, [[αὐτόθι]] 4. 9, 2· ἀλλὰ παρὰ ποιηταῖς τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τοῦ πεπτικοῦ σωλῆνος ([[φάρυγξ]]) καὶ τοῦ ἀναπνευστικοῦ ([[λάρυγξ]]) συνεχῶς συγχέονται, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 4. 9, 1· - ὁ [[λαιμὸς]], ὁ [[φάρυγξ]], Εὐρ. Κύκλ. 157· χωρεῖν κατὰ τοῦ λ. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 7, πρβλ. Κρώβυλ. ἐν Ἀδηλ. 1· ἐπὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, ἀνόσιοι λάρυγγες Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 16· ἐκ τοῦ λ. ἐκκρεμάσας τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· τὸν λάρυγγ’ ἂν ἐκτέμοιμί σου ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 575· - μεταφ., λ. [[γλυκύς]], [[ὁμιλία]] Ἑβδ. (Σειρὰχ Ζ΄, 4).
}}
{{bailly
|btext=υγγος (ὁ) :<br /><b>1</b> larynx;<br /><b>2</b> gorge, gosier.<br />'''Étymologie:''' DELG pê croisement entre [[λαιμός]] et [[φάρυγξ]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR