Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μύρσινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] = [[μύῤῥινος]]; πτόρθοι, Eur. Alc. 170; [[ὄζος]], Callim. H. Dian. 203.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] = [[μύῤῥινος]]; πτόρθοι, Eur. Alc. 170; [[ὄζος]], Callim. H. Dian. 203.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> le petit myrte, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> « le bouton de fleur », le clitoris.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύρσῐνος''': μεταγεν. Ἀττ. [[μύρρινος]], -η, -ον, = [[μύρτινος]], ὁ ἐκ μύρτου, Λατ. myrteus, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 202· - ὡς οὐσιαστ., = [[μύρτος]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 3. ΙΙ. τὸ μύρρινον, τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 964.
|lstext='''μύρσῐνος''': μεταγεν. Ἀττ. [[μύρρινος]], -η, -ον, = [[μύρτινος]], ὁ ἐκ μύρτου, Λατ. myrteus, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 202· - ὡς οὐσιαστ., = [[μύρτος]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 3. ΙΙ. τὸ μύρρινον, τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 964.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> le petit myrte, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> « le bouton de fleur », le clitoris.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύρσινος]] και αττ. τ. [[μύρρινος]], -ίνη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[μυρσίνη]], [[μύρτινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μύρσινος]]<br />[[μυρσίνη]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[μυρσίνη]]<br />[[κοίλη]] [[σμίλη]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μύρσινον</i><br />το κατώτερο [[μέρος]] του ανδρικού αιδοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτινος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]]) με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- σε -<i>σ</i>- [[πριν]] από το -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>φύτις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυτό]]) -[[φύσις]], πέρυτι-[[πέρυσι]]. Στην αττ. διάλ. [[μετά]] την συριστικοποίηση το -<i>σ</i>- του συμπλέγματος -<i>ρσ</i>- αφομοιώνεται σε -<i>ρ</i>- [[μύρρινος]] (<b>πρβλ.</b> [[θάρσος]] - [[θάρρος]], [[ἄρσην]] - [[ἄρρην]])].
|mltxt=[[μύρσινος]] και αττ. τ. [[μύρρινος]], -ίνη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[μυρσίνη]], [[μύρτινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μύρσινος]]<br />[[μυρσίνη]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[μυρσίνη]]<br />[[κοίλη]] [[σμίλη]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μύρσινον</i><br />το κατώτερο [[μέρος]] του ανδρικού αιδοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτινος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]]) με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- σε -<i>σ</i>- [[πριν]] από το -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>φύτις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυτό]]) -[[φύσις]], πέρυτι-[[πέρυσι]]. Στην αττ. διάλ. [[μετά]] την συριστικοποίηση το -<i>σ</i>- του συμπλέγματος -<i>ρσ</i>- αφομοιώνεται σε -<i>ρ</i>- [[μύρρινος]] (<b>πρβλ.</b> [[θάρσος]] - [[θάρρος]], [[ἄρσην]] - [[ἄρρην]])].
}}
}}