Anonymous

νηδύς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nhdu/s
|Beta Code=nhdu/s
|Definition=ύος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> any of the [[cavity|cavities]] in the body, Hp.de Arte10: hence,<br><span class="bld">1</span> [[stomach]], Od.9.296, Hes.Th.487, S.OC1263, etc.<br><span class="bld">2</span> [[belly]], [[paunch]], Il.13.290, Hdt.2.47.<br><span class="bld">3</span> [[bowels]], A.Ch.757, Hp. Aër.19, etc.; ἐξελεῖν τὴν νηδύν Hdt.2.87; as the seat of thirst, τέγξας ἄδιψον νηδύν E.Cyc.574; ἄρδῃ τε νηδύν Id.Supp.207.<br><span class="bld">4</span> [[womb]], Il.24.496, Hes.Th.460, A.Eu.665, etc.; also of [[Zeus]] when in [[travail]] of [[Athena]], Hes.Th.890,899; of Dionysus, E.Ba.527 (lyr.).<br><span class="bld">5</span> metaph., ν. νάρθηκος Nic.Al.272; λέβητος Orph.L.276.—Acc. [[νηδύα]] for [[νηδύν]] in Q.S.1.616; dat. pl. νηδύσι Nic.Th.467. [ῠ in trisyll. cases, also νηδῠς A.Ch.l.c., Call.Dian.160, νηδῠν E.Andr.356, Cyc. 574: but νηδῡν AP9.519 (Alc.), Nic.Al.416, Orph. [[l.c.]]]
|Definition=ύος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> any of the [[cavity|cavities]] in the body, Hp.de Arte10: hence,<br><span class="bld">1</span> [[stomach]], Od.9.296, Hes.Th.487, S.OC1263, etc.<br><span class="bld">2</span> [[belly]], [[paunch]], Il.13.290, Hdt.2.47.<br><span class="bld">3</span> [[bowels]], A.Ch.757, Hp. Aër.19, etc.; ἐξελεῖν τὴν νηδύν Hdt.2.87; as the seat of thirst, τέγξας ἄδιψον νηδύν E.Cyc.574; ἄρδῃ τε νηδύν Id.Supp.207.<br><span class="bld">4</span> [[womb]], Il.24.496, Hes.Th.460, A.Eu.665, etc.; also of [[Zeus]] when in [[travail]] of [[Athena]], Hes.Th.890,899; of Dionysus, E.Ba.527 (lyr.).<br><span class="bld">5</span> metaph., ν. νάρθηκος Nic.Al.272; λέβητος Orph.L.276.—Acc. [[νηδύα]] for [[νηδύν]] in Q.S.1.616; dat. pl. νηδύσι Nic.Th.467. [ῠ in trisyll. cases, also νηδῠς A.Ch.l.c., Call.Dian.160, νηδῠν E.Andr.356, Cyc. 574: but νηδῡν AP9.519 (Alc.), Nic.Al.416, Orph. [[l.c.]]]
}}
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />toute partie du corps en retrait :<br /><b>1</b> estomac;<br /><b>2</b> ventre <i>ou</i> bas-ventre (<i>cf. lat.</i> abdomen) ; <i>particul.</i> bas du ventre ; ventre d'une femme.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[δύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νηδύς''': -ύος, ἡ, ἐν χρήσει ὡς τὸ [[κοιλία]], ἐπὶ παντὸς μεγάλου κοιλώματος ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, (Ἱππ. 6. 17 κἑξ.) [[ἑπομένως]], 1) ὁ [[στόμαχος]], Ὀδ. Ι. 296, Ἡσ. Θ. 487, Αἰσχύλ., κτλ. 2) ἡ [[κοιλία]], τὸ [[ὑπογάστριον]], Λατ. abdomen Ἰλ. Ν. 290, Ἡρόδ. 2. 47· τὰ [[ἐντόσθια]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, κτλ.· ἐξελεῖν τὴν νηδὺν Ἡρόδ. 2. 87. 3) ἡ [[μήτρα]], Ἰλ. Ω. 496, Ἡσ. Θεογ. 460, Αἰσχύλ. Εὐμ. 665, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ Διὸς κατὰ τὴν γέννησιν τῆς Ἀθηνᾶς, Ἡσ. Θ. 890, 899· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 526. 4) μεταφ., ἄρδῃ τε νηδύν, ὃ ἐστι νὰ δροσίζῃ τὴν κοιλίαν του, Εὐρ. Ἱκέτ. 207· ν. νάρθηκος Νικ. Ἀλ. 272· λέβητος Ὀρφ. Λιθ. 274· - Αἰτ. νηδύα ἀντὶ νηδὺν παρὰ Κοΐντ. Σμ. 1. 616· δοτ. πληρ. νηδύσι Νικ. Θ. 467· πρβλ. [[νήδυια]]. (Πρβλ. Σανσκρ. nâdî, πᾶν σωληνοειδὲς [[ὄργανον]] τοῦ σώματος.) [ῠ ἀείποτε ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι· ῡ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς δισυλλάβοις, Ἰακωψ. Α. ΙΙ. σελ. 584. 672, 692, Spitzn. Vers. Her. σ. 68, ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] καὶ [[ἐνταῦθα]] βραχύ, [[οἷον]] νηδύν, Εὐρ. Ἀνδρ. 356, Κύκλ. 574.]
|lstext='''νηδύς''': -ύος, ἡ, ἐν χρήσει ὡς τὸ [[κοιλία]], ἐπὶ παντὸς μεγάλου κοιλώματος ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, (Ἱππ. 6. 17 κἑξ.) [[ἑπομένως]], 1) ὁ [[στόμαχος]], Ὀδ. Ι. 296, Ἡσ. Θ. 487, Αἰσχύλ., κτλ. 2) ἡ [[κοιλία]], τὸ [[ὑπογάστριον]], Λατ. abdomen Ἰλ. Ν. 290, Ἡρόδ. 2. 47· τὰ [[ἐντόσθια]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, κτλ.· ἐξελεῖν τὴν νηδὺν Ἡρόδ. 2. 87. 3) ἡ [[μήτρα]], Ἰλ. Ω. 496, Ἡσ. Θεογ. 460, Αἰσχύλ. Εὐμ. 665, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ Διὸς κατὰ τὴν γέννησιν τῆς Ἀθηνᾶς, Ἡσ. Θ. 890, 899· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 526. 4) μεταφ., ἄρδῃ τε νηδύν, ὃ ἐστι νὰ δροσίζῃ τὴν κοιλίαν του, Εὐρ. Ἱκέτ. 207· ν. νάρθηκος Νικ. Ἀλ. 272· λέβητος Ὀρφ. Λιθ. 274· - Αἰτ. νηδύα ἀντὶ νηδὺν παρὰ Κοΐντ. Σμ. 1. 616· δοτ. πληρ. νηδύσι Νικ. Θ. 467· πρβλ. [[νήδυια]]. (Πρβλ. Σανσκρ. nâdî, πᾶν σωληνοειδὲς [[ὄργανον]] τοῦ σώματος.) [ῠ ἀείποτε ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι· ῡ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς δισυλλάβοις, Ἰακωψ. Α. ΙΙ. σελ. 584. 672, 692, Spitzn. Vers. Her. σ. 68, ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] καὶ [[ἐνταῦθα]] βραχύ, [[οἷον]] νηδύν, Εὐρ. Ἀνδρ. 356, Κύκλ. 574.]
}}
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />toute partie du corps en retrait :<br /><b>1</b> estomac;<br /><b>2</b> ventre <i>ou</i> bas-ventre (<i>cf. lat.</i> abdomen) ; <i>particul.</i> bas du ventre ; ventre d'une femme.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[δύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth