3,270,374
edits
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1440.png Seite 1440]] zum Bewegen gehörig, geschickt, in Bewegung setzend; ὁποῖον κινητικωτάτων ἂν εἴη τῶν σωμάτων, was am meisten die Körper in Bewegung setzt, Arist. Meteorl. 2, 8; H. A. 4, 4; Folgde; – aufrührerisch, Pol. 1, 9, 3, neben [[στασιώδης]], vgl. 13, 1, 3; D. Sic. 19, 14; – beweglich, zur Bewegung geneigt, von der Wärme, im Ggstz von [[στάσιμος]], Plut. de prim. frig. 1; vgl. ib. 17 ὡς βραδεῖα καὶ [[στάσιμος]], im Ggstz von [[ὀξύῤῥοπος]] καὶ [[κινητικός]]. – Bei den Stoikern sind τὰ κινητικά begehrungswerthe Dinge. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1440.png Seite 1440]] zum Bewegen gehörig, geschickt, in Bewegung setzend; ὁποῖον κινητικωτάτων ἂν εἴη τῶν σωμάτων, was am meisten die Körper in Bewegung setzt, Arist. Meteorl. 2, 8; H. A. 4, 4; Folgde; – aufrührerisch, Pol. 1, 9, 3, neben [[στασιώδης]], vgl. 13, 1, 3; D. Sic. 19, 14; – beweglich, zur Bewegung geneigt, von der Wärme, im Ggstz von [[στάσιμος]], Plut. de prim. frig. 1; vgl. ib. 17 ὡς βραδεῖα καὶ [[στάσιμος]], im Ggstz von [[ὀξύῤῥοπος]] καὶ [[κινητικός]]. – Bei den Stoikern sind τὰ κινητικά begehrungswerthe Dinge. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui meut, qui agite ; <i>fig.</i> qui excite : πρὸς ἀρετήν PLUT à la vertu;<br /><b>2</b> mobile, qui se meut.<br />'''Étymologie:''' [[κινέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῑνητικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ κινεῖν, [[ἑλκυστικός]], Ξεν. Οἰκ. 10, 12, κτλ.· κ. τινος Ἱππ. Ἀφ. 1254, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 16· ἐν τῷ Ὑπερθ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 3· τὰ κ. μόρια, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4. 8. 2) μεταφορ., [[προτρεπτικός]], [[λόγος]] κινητικὸς πρὸς ἀρετὴν Πλούτ. 2. 776C· τὸ κ. τῶν ὄχλων, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διον. Ἁλ.· τὰ κινητικά, Στωϊκὸς ὅρος περὶ τῶν ἀξίων ἐπιθυμίας πραγμάτων. 3) ταραχώδης, [[στασιαστικός]], Πολύβ. 1. 9, 3., 13. 3, 1, Διόδ., κλ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), ὃν δύναταί τις νὰ κινήσῃ, Πλούτ. 2. 945F, 952E. | |lstext='''κῑνητικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ κινεῖν, [[ἑλκυστικός]], Ξεν. Οἰκ. 10, 12, κτλ.· κ. τινος Ἱππ. Ἀφ. 1254, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 16· ἐν τῷ Ὑπερθ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 3· τὰ κ. μόρια, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4. 8. 2) μεταφορ., [[προτρεπτικός]], [[λόγος]] κινητικὸς πρὸς ἀρετὴν Πλούτ. 2. 776C· τὸ κ. τῶν ὄχλων, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διον. Ἁλ.· τὰ κινητικά, Στωϊκὸς ὅρος περὶ τῶν ἀξίων ἐπιθυμίας πραγμάτων. 3) ταραχώδης, [[στασιαστικός]], Πολύβ. 1. 9, 3., 13. 3, 1, Διόδ., κλ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), ὃν δύναταί τις νὰ κινήσῃ, Πλούτ. 2. 945F, 952E. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |