Anonymous

καταρτίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1376.png Seite 1376]] einrichten, in Ordnung bringen, ein Glied wieder einrenken, Sp., bes. Medic.; wiederherstellen, κεῖνα πάντα καταρτίσω εἰς τωὐτό Her. 5, 106; [[ναῦς]], στόλον, ausrüsten, Pol. 1, 21, 4. 29, 1. 36, 5 u. öfter; τριήρεις D. Sic. 13, 70; aussöhnen, Her. 5, 28; leiten, regieren, Plut. Marcell. 10 Cat. min. 65.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1376.png Seite 1376]] einrichten, in Ordnung bringen, ein Glied wieder einrenken, Sp., bes. Medic.; wiederherstellen, κεῖνα πάντα καταρτίσω εἰς τωὐτό Her. 5, 106; [[ναῦς]], στόλον, ausrüsten, Pol. 1, 21, 4. 29, 1. 36, 5 u. öfter; τριήρεις D. Sic. 13, 70; aussöhnen, Her. 5, 28; leiten, regieren, Plut. Marcell. 10 Cat. min. 65.
}}
{{bailly
|btext=<b>I. 1</b> arranger, appareiller, garnir;<br /><b>2</b> gouverner, diriger;<br /><b>II.</b> remettre en ordre, en état, restaurer (un État, un peuple, les affaires, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρτίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρτίζω''': μέλλ. -ίσω (πρβλ. [[ἀπαρτίζω]]), διευθετῶ, τακτοποιῶ ἐκ νέου, «διορθώνω», συμφιλιώνω, διαλλάττω, πάντα ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 5. 106· [[Μίλητος]] νοσήσασα στάσι, [[μέχρι]] οὗ μιν Πάριοι κατήρτισαν [[αὐτόθι]] 28, [[ὅπερ]] ἐν 29 κατήλλαξαν τοὺς στασιάζοντας λέγει· κ. τὸν δῆμον Πλουτ. Μάρκ. 10· φίλους διαφερομένους κ. Στοβ. Ἀνθολ. Ι. 85, 52· στασιάζουσα [[πόλις]] ἵνα καταρτισθῇ Διον. Ἁλ. 3. 10· πρβλ. [[καταρτιστήρ]]·- κ. [[ναῦς]], ἐπιδιορθώνω, [[ἐπισκευάζω]], ἐκ νέου [[ὁπλίζω]], Πολύβ. 1. 21, 4, κτλ.· κατ. δίκτυα, διορθώνω, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. δ΄, 21· τοποθετῶ ἐξηρθρωμένον [[μέλος]], [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὴν θέσιν του, Ὀρειβάσ. 135 Mai· [[ἀλλά]], κατ. τὴν ὀσφὺν καὶ τοὺς ὤμους, [[σχηματίζω]] αὐτὰ διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 10·- μεταφορ., [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὸ ὀρθόν, Ἐπιστ. πρὸς Γαλ. ς΄, 1· κατ. τινὰ εἰς τὸ συμφέρον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65.- Μέσ., ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν, ἐθεράπευσας, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 9). ΙΙ. ἐντελῶς [[ἐφοδιάζω]], [[ὁπλίζω]], [[ἑτοιμάζω]], ναῦν πληρώματι Πολύβ. 1. 47, 6, κτλ.· ταῖς εἰρεσίαις κατηρτισμένοι ὁ αὐτ. 5. 2, 11· κατηρτισμένος, ἀπολ., [[καλῶς]] ἐφωδιασμένος, [[πλήρης]], Ἡρόδ. 9. 66 (πρβλ. [[καταρτάω]]), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ς΄, 40, κτλ., πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 11· κατήρτισται καὶ πεπαίδευται Ἀριστείδ. Α. 66. ΙΙΙ. [[παρασκευάζω]], [[συσκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]] φαγητά, φάρμακα, κτλ., Διοσκ., κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 964.
|lstext='''καταρτίζω''': μέλλ. -ίσω (πρβλ. [[ἀπαρτίζω]]), διευθετῶ, τακτοποιῶ ἐκ νέου, «διορθώνω», συμφιλιώνω, διαλλάττω, πάντα ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 5. 106· [[Μίλητος]] νοσήσασα στάσι, [[μέχρι]] οὗ μιν Πάριοι κατήρτισαν [[αὐτόθι]] 28, [[ὅπερ]] ἐν 29 κατήλλαξαν τοὺς στασιάζοντας λέγει· κ. τὸν δῆμον Πλουτ. Μάρκ. 10· φίλους διαφερομένους κ. Στοβ. Ἀνθολ. Ι. 85, 52· στασιάζουσα [[πόλις]] ἵνα καταρτισθῇ Διον. Ἁλ. 3. 10· πρβλ. [[καταρτιστήρ]]·- κ. [[ναῦς]], ἐπιδιορθώνω, [[ἐπισκευάζω]], ἐκ νέου [[ὁπλίζω]], Πολύβ. 1. 21, 4, κτλ.· κατ. δίκτυα, διορθώνω, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. δ΄, 21· τοποθετῶ ἐξηρθρωμένον [[μέλος]], [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὴν θέσιν του, Ὀρειβάσ. 135 Mai· [[ἀλλά]], κατ. τὴν ὀσφὺν καὶ τοὺς ὤμους, [[σχηματίζω]] αὐτὰ διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 10·- μεταφορ., [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὸ ὀρθόν, Ἐπιστ. πρὸς Γαλ. ς΄, 1· κατ. τινὰ εἰς τὸ συμφέρον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65.- Μέσ., ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν, ἐθεράπευσας, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 9). ΙΙ. ἐντελῶς [[ἐφοδιάζω]], [[ὁπλίζω]], [[ἑτοιμάζω]], ναῦν πληρώματι Πολύβ. 1. 47, 6, κτλ.· ταῖς εἰρεσίαις κατηρτισμένοι ὁ αὐτ. 5. 2, 11· κατηρτισμένος, ἀπολ., [[καλῶς]] ἐφωδιασμένος, [[πλήρης]], Ἡρόδ. 9. 66 (πρβλ. [[καταρτάω]]), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ς΄, 40, κτλ., πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 11· κατήρτισται καὶ πεπαίδευται Ἀριστείδ. Α. 66. ΙΙΙ. [[παρασκευάζω]], [[συσκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]] φαγητά, φάρμακα, κτλ., Διοσκ., κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 964.
}}
{{bailly
|btext=<b>I. 1</b> arranger, appareiller, garnir;<br /><b>2</b> gouverner, diriger;<br /><b>II.</b> remettre en ordre, en état, restaurer (un État, un peuple, les affaires, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρτίζω]].
}}
}}
{{eles
{{eles