Anonymous

κατήφεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1401.png Seite 1401]] ἡ, ep. u. ion. κατηφείη, das Niederschlagen der Augen, die Beschämung, Demüthigung, Schaam; δυσμενέσιν μὲν [[χάρμα]], κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il. 3, 51; καὶ [[ὄνειδος]] 17, 556. 16, 498; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 205. Auch in späterer Prosa, καὶ [[δυσθυμία]], Niedergeschlagenheit, Plut. Them. 9, καὶ [[ἄχος]] Coriol. 20, καὶ [[σιωπή]] Public. 6; Philo u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1401.png Seite 1401]] ἡ, ep. u. ion. κατηφείη, das Niederschlagen der Augen, die Beschämung, Demüthigung, Schaam; δυσμενέσιν μὲν [[χάρμα]], κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il. 3, 51; καὶ [[ὄνειδος]] 17, 556. 16, 498; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 205. Auch in späterer Prosa, καὶ [[δυσθυμία]], Niedergeschlagenheit, Plut. Them. 9, καὶ [[ἄχος]] Coriol. 20, καὶ [[σιωπή]] Public. 6; Philo u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> honte;<br /><b>2</b> découragement;<br /><b>3</b> tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατήφεια''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. -είη ἢ -ίη ῑ, ἡ, ([[κατηφής]])·― [[λύπη]], [[θλῖψις]] μετ’ αἰσχύνης, [[βαρυθυμία]], τὸ καταιβάζειν τὰ ὄμματα, [[σκυθρωπότης]], ([[λύπη]] [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσα Πλούτ. 2. 528Ε)· ὁ Ὅμηρ. ἀντιτίθησι τῇ χαρᾷ καὶ συνάπτει τῷ ὀνείδει, δυσμενέσιν μὲν [[χάρμα]], κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Ἰλ. Γ. 51· κατ. καὶ [[ὄνειδος]] Π. 498, Ρ. 556· κ. τέ τις καὶ [[κατάμεμψις]] σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Θουκ. 7. 75· [[δυσθυμία]] καὶ κ. Πλουτ. Θεμιστ… 9· [[ἄχος]] καὶ κ. δεινὴ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 20· κ. καὶ [[σύννοια]] Φίλων 2. 204· [[κατηφίη]] καὶ ὀϊζὺς Ριανὸς παρὰ Στοβ. 54. 13·- ὁ Ἡσύχ.: «[[κατήφεια]]· [[αἰσχύνη]]. [[αἰδώς]]. [[στυγνότης]]. [[ὄνειδος]]. [[ἀνία]]».
|lstext='''κατήφεια''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. -είη ἢ -ίη ῑ, ἡ, ([[κατηφής]])·― [[λύπη]], [[θλῖψις]] μετ’ αἰσχύνης, [[βαρυθυμία]], τὸ καταιβάζειν τὰ ὄμματα, [[σκυθρωπότης]], ([[λύπη]] [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσα Πλούτ. 2. 528Ε)· ὁ Ὅμηρ. ἀντιτίθησι τῇ χαρᾷ καὶ συνάπτει τῷ ὀνείδει, δυσμενέσιν μὲν [[χάρμα]], κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Ἰλ. Γ. 51· κατ. καὶ [[ὄνειδος]] Π. 498, Ρ. 556· κ. τέ τις καὶ [[κατάμεμψις]] σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Θουκ. 7. 75· [[δυσθυμία]] καὶ κ. Πλουτ. Θεμιστ… 9· [[ἄχος]] καὶ κ. δεινὴ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 20· κ. καὶ [[σύννοια]] Φίλων 2. 204· [[κατηφίη]] καὶ ὀϊζὺς Ριανὸς παρὰ Στοβ. 54. 13·- ὁ Ἡσύχ.: «[[κατήφεια]]· [[αἰσχύνη]]. [[αἰδώς]]. [[στυγνότης]]. [[ὄνειδος]]. [[ἀνία]]».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> honte;<br /><b>2</b> découragement;<br /><b>3</b> tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR