Anonymous

καταδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1345.png Seite 1345]] aufnehmen, annehmen, zu sich nehmen; Speise, Hippocr., wie Plat. Tim. 84 b; καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχήν Rep. III, 401 e; τινὰ ἐπὶ γάμον Luc. Tor. 44; – wieder aufnehmen, die Verbannten, Andoc. 1, 66. 3, 31; ὠστρακισμένον 3, 3; Dem. 26, 6 u. A., oft; aor. pass., καταδεχθῆναι ἠξίουν Luc. bis accus. 31, wie D. Cass. 78, 39; fut. pass., Luc. Tox. 44 D. C. 40, 40. – Uebtr., πάσαις πύλαις τὴν ἡδονήν Luc. Nigr. 16; – zulassen, gestatten, Suid. v. [[εἰσαγγελία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1345.png Seite 1345]] aufnehmen, annehmen, zu sich nehmen; Speise, Hippocr., wie Plat. Tim. 84 b; καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχήν Rep. III, 401 e; τινὰ ἐπὶ γάμον Luc. Tor. 44; – wieder aufnehmen, die Verbannten, Andoc. 1, 66. 3, 31; ὠστρακισμένον 3, 3; Dem. 26, 6 u. A., oft; aor. pass., καταδεχθῆναι ἠξίουν Luc. bis accus. 31, wie D. Cass. 78, 39; fut. pass., Luc. Tox. 44 D. C. 40, 40. – Uebtr., πάσαις πύλαις τὴν ἡδονήν Luc. Nigr. 16; – zulassen, gestatten, Suid. v. [[εἰσαγγελία]].
}}
{{bailly
|btext=<b>I. 1</b> recevoir, accepter;<br /><b>2</b> recevoir chez soi au retour <i>en parl. d'exilés</i>;<br /><b>II.</b> <i>Pass. (f.</i> καταδεχθήσομαι <i>et ao.</i> κατεδέχθην) être accueilli, être reçu.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδέχομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]], τι εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 401Ε· τινα ἐπὶ γάμον Λουκ. Τόξ. 44· πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονὴν ὁ αὐτ. ἐν Νιγρ. 16· - ἰδίως ἐπὶ τροφῆς, τοὺς φακοὺς Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 29· [[πόμα]] Ἱππ. 1221D· τροφὴν Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, 3. 2) [[δέχομαι]] [[ὀπίσω]], [[δέχομαι]] [[πάλιν]] εἰς τὴν πατρίδα, ἰδίως ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἀνδοκ. 23. 42, Λυσ. 104. 22, κτλ.· Παθ. ἀόρ. καταδεχθῆναι, ἐπὶ παθ. σημασίας, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 31, Δίων Κ. 78. 39· καὶ μέλλ. καταδεχθήσεσθαι, [[αὐτόθι]] 40. 40. 3) ἐπιδέχομαι, «ἀδικήμασι μεγίστοις ἀναβολὴν μὴ καταδεχομένοις» Σουΐδ. ἐν λέξ. [[εἰσαγγελία]] c.
|lstext='''καταδέχομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]], τι εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 401Ε· τινα ἐπὶ γάμον Λουκ. Τόξ. 44· πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονὴν ὁ αὐτ. ἐν Νιγρ. 16· - ἰδίως ἐπὶ τροφῆς, τοὺς φακοὺς Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 29· [[πόμα]] Ἱππ. 1221D· τροφὴν Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, 3. 2) [[δέχομαι]] [[ὀπίσω]], [[δέχομαι]] [[πάλιν]] εἰς τὴν πατρίδα, ἰδίως ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἀνδοκ. 23. 42, Λυσ. 104. 22, κτλ.· Παθ. ἀόρ. καταδεχθῆναι, ἐπὶ παθ. σημασίας, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 31, Δίων Κ. 78. 39· καὶ μέλλ. καταδεχθήσεσθαι, [[αὐτόθι]] 40. 40. 3) ἐπιδέχομαι, «ἀδικήμασι μεγίστοις ἀναβολὴν μὴ καταδεχομένοις» Σουΐδ. ἐν λέξ. [[εἰσαγγελία]] c.
}}
{{bailly
|btext=<b>I. 1</b> recevoir, accepter;<br /><b>2</b> recevoir chez soi au retour <i>en parl. d'exilés</i>;<br /><b>II.</b> <i>Pass. (f.</i> καταδεχθήσομαι <i>et ao.</i> κατεδέχθην) être accueilli, être reçu.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml