Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαρυγγίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0017.png Seite 17]] aus voller Kehle, [[λάρυγξ]], schreien, Dem. 18, 291, was Harpocr. erkl. πλατύνειν τὴν φωνὴν καὶ μὴ κατὰ φύσιν φθέγγεσθαι; vgl. λαρυγγιῶ καὶ Νικίαν ταράξω, überschreien, Ar. Equ. 358; Ath. IX, 383 f; ἐπηρμένῃ φωνῇ λαρυγγίζων Luc. amor. 36.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0017.png Seite 17]] aus voller Kehle, [[λάρυγξ]], schreien, Dem. 18, 291, was Harpocr. erkl. πλατύνειν τὴν φωνὴν καὶ μὴ κατὰ φύσιν φθέγγεσθαι; vgl. λαρυγγιῶ καὶ Νικίαν ταράξω, überschreien, Ar. Equ. 358; Ath. IX, 383 f; ἐπηρμένῃ φωνῇ λαρυγγίζων Luc. amor. 36.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λαρυγγίσω, <i>att.</i> λαρυγγιῶ;<br /><i>intr.</i> crier à plein gosier.<br />'''Étymologie:''' [[λάρυγξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰρυγγίζω''': Ἀττ. μέλλ. -ιῶ, [[κραυγάζω]] ἰσχυρῶς, [[κράζω]] δυνατά, Δημ. 323. 1· «λαρυγγίζων· λάρυγγα θεραπεύων» (Ἡσύχ.), Λουκ. Ἔρωτες 36· - [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρ.: «λαρυγγίζειν, τὸ πλατύνειν τὴν φωνὴν καὶ μὴ κατὰ φύσιν φθέγγεσθαι, ἀλλ’ ἐπιτηδεύειν περιεργότερον τῷ λάρυγγι χρῆσθαι»· - ἐπὶ τοῦ [[κόρακος]], [[κρώζω]], Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· (οὕτω [[λαρυγγισμός]], ὁ, ἐν Πλουτ. 2. 129Α)· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., φωνάζω, τάδε Ἀθήν. 383F. ΙΙ. μεταβ., καταβοῶ, φωνάζω δυνατώτερα καὶ [[κάμνω]] τινὰ νὰ σιωπήσῃ, [[κατασιγάζω]], λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας Ἀριστοφ. Ἱππ. 358.
|lstext='''λᾰρυγγίζω''': Ἀττ. μέλλ. -ιῶ, [[κραυγάζω]] ἰσχυρῶς, [[κράζω]] δυνατά, Δημ. 323. 1· «λαρυγγίζων· λάρυγγα θεραπεύων» (Ἡσύχ.), Λουκ. Ἔρωτες 36· - [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρ.: «λαρυγγίζειν, τὸ πλατύνειν τὴν φωνὴν καὶ μὴ κατὰ φύσιν φθέγγεσθαι, ἀλλ’ ἐπιτηδεύειν περιεργότερον τῷ λάρυγγι χρῆσθαι»· - ἐπὶ τοῦ [[κόρακος]], [[κρώζω]], Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· (οὕτω [[λαρυγγισμός]], ὁ, ἐν Πλουτ. 2. 129Α)· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., φωνάζω, τάδε Ἀθήν. 383F. ΙΙ. μεταβ., καταβοῶ, φωνάζω δυνατώτερα καὶ [[κάμνω]] τινὰ νὰ σιωπήσῃ, [[κατασιγάζω]], λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας Ἀριστοφ. Ἱππ. 358.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λαρυγγίσω, <i>att.</i> λαρυγγιῶ;<br /><i>intr.</i> crier à plein gosier.<br />'''Étymologie:''' [[λάρυγξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml