Anonymous

κατάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1352.png Seite 1352]] (s. [[κεῖμαι]]), daliegen, darniederliegen; μῆλα τὰ δὴ κατέκειτ' ἐσφαγμένα Od. 10, 532; δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει Il. 24, 527; vgl. Hes. O. 366; θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ κατακείμενος Il. 17, 676, mit der Nebenbdtg »darunter verborgen liegen«, wie ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο [[μέγας]] σῦς Od. 19, 439; Ar. ἐφ' ἁρμαμαξῶν, Ach. 70 Lys. 773. – Bes. krank darniederliegen, κατεκέατο ὀφθαλμιῶντες Her. 7, 229, wie Luc. Icarom. 31; – zu Tische liegen, Plat. Conv. 177 d; ἐπὶ κλινῶν Rep. II, 372 d, öfter; ἐγὼ μέν μοι δοκῶ κατακεῖσθαι, mich niederzulegen, Phaedr. 230 e; müßig daliegen, Xen. An. 3, 1, 14; – τὸ κατακείμενον, das niederwärts Liegende, nach der Seeküste zu Gelegene. – Übertr., εἰ δ' ἀρετᾷ ([[varia lectio|v.l.]] ἀρετά) κατάκειται πᾶσαν ὀργάν Pind. I. 1, 41, was erkl. wird »wenn er sich mit allem Fleiß auf die Tugend legt«.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1352.png Seite 1352]] (s. [[κεῖμαι]]), daliegen, darniederliegen; μῆλα τὰ δὴ κατέκειτ' ἐσφαγμένα Od. 10, 532; δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει Il. 24, 527; vgl. Hes. O. 366; θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ κατακείμενος Il. 17, 676, mit der Nebenbdtg »darunter verborgen liegen«, wie ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο [[μέγας]] σῦς Od. 19, 439; Ar. ἐφ' ἁρμαμαξῶν, Ach. 70 Lys. 773. – Bes. krank darniederliegen, κατεκέατο ὀφθαλμιῶντες Her. 7, 229, wie Luc. Icarom. 31; – zu Tische liegen, Plat. Conv. 177 d; ἐπὶ κλινῶν Rep. II, 372 d, öfter; ἐγὼ μέν μοι δοκῶ κατακεῖσθαι, mich niederzulegen, Phaedr. 230 e; müßig daliegen, Xen. An. 3, 1, 14; – τὸ κατακείμενον, das niederwärts Liegende, nach der Seeküste zu Gelegene. – Übertr., εἰ δ' ἀρετᾷ ([[varia lectio|v.l.]] ἀρετά) κατάκειται πᾶσαν ὀργάν Pind. I. 1, 41, was erkl. wird »wenn er sich mit allem Fleiß auf die Tugend legt«.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et fut.</i> κατακείσομαι;<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> <b>1</b> être étendu, couché;<br /><b>2</b> être étendu sur un lit ; être malade;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> être placé, être à demeure : ἄλγεα [[ἐν]] θυμῷ IL (laissons) la douleur en repos dans nos cœurs;<br /><b>2</b> être inactif, inerte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κεῖμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκειμαι''': Ἐπικ. γ΄ πληθ. κατακείαται Ἰλ., Ἰων. -[[κέαται]] Ἡρόδ.· ὑποτακτ. -κέωμαι Πλάτ. Συμπ. 213Β.- ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. μετὰ μέσ. μέλλ. -κείσομαι· πρβλ. [[κατακείω]]. Κεῖμαι, εἶμαι ἐξηπλωμένος, μῆλα τὰ δὴ κατάκειτ’ ἐσφαγμένα Ὀδ. Κ. 532, Λ. 45· ἄλλοτ’ ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, [[ἄλλοτε]]… [[ὕπτιος]], [[ἄλλοτε]] δὲ πρηνὴς Ἰλ. Ω. 10· ἐφ’ ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 70. 2) [[κεῖμαι]] κεκρυμμένος, ἐν λόχμῃ… κατέκειτο [[μέγας]] σῦς Ὀδ. Τ. 439· θάμνῳ ὑπ’ ἀμφικόμῳ κατακείμενος Ἰλ. Ρ. 677. 3) [[κεῖμαι]] ἐν ἀποθήκῃ, [[ὑπάρχω]], Λατ. reponi, δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει Ἰλ. Ω. 527· τό γ’ εἰν οἴκῳ κατακείμενον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 362, κατάκειται πάνθ’ [[ἅπερ]] εἶπας, [[ἔνθα]] [[εἶναι]] ὡς παθητ. τοῦ καταθέσθαι [[θοἰμάτιον]], [[ὅπερ]] προελέχθη, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 514· μεταφ., ἄλγεα… ἐν θυμῷ κ. Ἰλ. Ω. 523. 4) εἶμαι ἐν τῇ κλίνῃ ὡς [[ἀσθενής]], κατεκέατο ὀφθαλμιῶντες Ἡρόδ. 7. 229, κ. νοσῶν Λουκ. Ἰκαρομ. 31, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1096, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 313, Πλ. 742· [[ὡσαύτως]], [[νέκυς]] κ. Τυρταῖος 7. 19· -[[ὡσαύτως]], [[κεῖμαι]] [[ὀκνηρός]], ἄπρακτος, [[ἀργός]], Ξεν. Ἀν. 3. 1, 14·- ἐπὶ πραγμάτων, [[κεῖμαι]] παρημελημένος, ἐᾶν ἐν τῇ κακακείμενα τὰ τείχη Πλάτ. Νόμ. 778D. 5) εἶμαι ἀνακεκλιμένος κατὰ τὸ [[φαγητόν]], Λατιν. accumbere, πῖνε, κατάκεισο Ἀριστοφ. Ἀχ. 985, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 121· ἀνίστασθαι ὡς κατακεισόμενον παρὰ τῷ Σωκράτει Πλάτ. Συμπ. 223Β, κ. ἀλλ. 6) ἐπὶ ξηρᾶς, [[κεῖμαι]] κατωφερῶς πρὸς τὴν θάλασσαν (οὕτω παρ’ Ὁρατίῳ Usticae cubantis), πρῶνες ἔξοχοι κ. πρὸς Ἰόνιον πόρον Πινδ. Ν. 4. 85. 7) ἀρετᾷ κατακεῖσθαι, ὡς τὸ ἐγκεῖσθαι, ἐπιμελῶς καταγίνομαι εἰς [[ἔξοχα]] ἔργα, Λατ. virtuti incumbere, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 58 Böckh (Ἕρμανν., ἀρετὰ κατάκειτα, ἡ [[ἀρετὴ]] κεῖται ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου)· ἐν ἐπιγραφ. εὕρηται καὶ ἀντὶ τοῦ [[κεῖμαι]] ἐν ἐπιταφίοις· [[ἔνθα]] ἀπαντᾷ καὶ ὁ [[βάρβαρος]] [[τύπος]] κατάκητε, IGSI. 599. 629.
|lstext='''κατάκειμαι''': Ἐπικ. γ΄ πληθ. κατακείαται Ἰλ., Ἰων. -[[κέαται]] Ἡρόδ.· ὑποτακτ. -κέωμαι Πλάτ. Συμπ. 213Β.- ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. μετὰ μέσ. μέλλ. -κείσομαι· πρβλ. [[κατακείω]]. Κεῖμαι, εἶμαι ἐξηπλωμένος, μῆλα τὰ δὴ κατάκειτ’ ἐσφαγμένα Ὀδ. Κ. 532, Λ. 45· ἄλλοτ’ ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, [[ἄλλοτε]]… [[ὕπτιος]], [[ἄλλοτε]] δὲ πρηνὴς Ἰλ. Ω. 10· ἐφ’ ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 70. 2) [[κεῖμαι]] κεκρυμμένος, ἐν λόχμῃ… κατέκειτο [[μέγας]] σῦς Ὀδ. Τ. 439· θάμνῳ ὑπ’ ἀμφικόμῳ κατακείμενος Ἰλ. Ρ. 677. 3) [[κεῖμαι]] ἐν ἀποθήκῃ, [[ὑπάρχω]], Λατ. reponi, δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει Ἰλ. Ω. 527· τό γ’ εἰν οἴκῳ κατακείμενον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 362, κατάκειται πάνθ’ [[ἅπερ]] εἶπας, [[ἔνθα]] [[εἶναι]] ὡς παθητ. τοῦ καταθέσθαι [[θοἰμάτιον]], [[ὅπερ]] προελέχθη, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 514· μεταφ., ἄλγεα… ἐν θυμῷ κ. Ἰλ. Ω. 523. 4) εἶμαι ἐν τῇ κλίνῃ ὡς [[ἀσθενής]], κατεκέατο ὀφθαλμιῶντες Ἡρόδ. 7. 229, κ. νοσῶν Λουκ. Ἰκαρομ. 31, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1096, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 313, Πλ. 742· [[ὡσαύτως]], [[νέκυς]] κ. Τυρταῖος 7. 19· -[[ὡσαύτως]], [[κεῖμαι]] [[ὀκνηρός]], ἄπρακτος, [[ἀργός]], Ξεν. Ἀν. 3. 1, 14·- ἐπὶ πραγμάτων, [[κεῖμαι]] παρημελημένος, ἐᾶν ἐν τῇ κακακείμενα τὰ τείχη Πλάτ. Νόμ. 778D. 5) εἶμαι ἀνακεκλιμένος κατὰ τὸ [[φαγητόν]], Λατιν. accumbere, πῖνε, κατάκεισο Ἀριστοφ. Ἀχ. 985, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 121· ἀνίστασθαι ὡς κατακεισόμενον παρὰ τῷ Σωκράτει Πλάτ. Συμπ. 223Β, κ. ἀλλ. 6) ἐπὶ ξηρᾶς, [[κεῖμαι]] κατωφερῶς πρὸς τὴν θάλασσαν (οὕτω παρ’ Ὁρατίῳ Usticae cubantis), πρῶνες ἔξοχοι κ. πρὸς Ἰόνιον πόρον Πινδ. Ν. 4. 85. 7) ἀρετᾷ κατακεῖσθαι, ὡς τὸ ἐγκεῖσθαι, ἐπιμελῶς καταγίνομαι εἰς [[ἔξοχα]] ἔργα, Λατ. virtuti incumbere, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 58 Böckh (Ἕρμανν., ἀρετὰ κατάκειτα, ἡ [[ἀρετὴ]] κεῖται ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου)· ἐν ἐπιγραφ. εὕρηται καὶ ἀντὶ τοῦ [[κεῖμαι]] ἐν ἐπιταφίοις· [[ἔνθα]] ἀπαντᾷ καὶ ὁ [[βάρβαρος]] [[τύπος]] κατάκητε, IGSI. 599. 629.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et fut.</i> κατακείσομαι;<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> <b>1</b> être étendu, couché;<br /><b>2</b> être étendu sur un lit ; être malade;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> être placé, être à demeure : ἄλγεα [[ἐν]] θυμῷ IL (laissons) la douleur en repos dans nos cœurs;<br /><b>2</b> être inactif, inerte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κεῖμαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth