Anonymous

κατερεύγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
(1ba)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] anspeien, entgegenrülpsen, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν Ar. Vesp. 1151.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] anspeien, entgegenrülpsen, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν Ar. Vesp. 1151.
}}
{{bailly
|btext=vomir sur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρεύγομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατερεύγω''': ἀόρ. -ἡρῠγον, [[ἐρεύγομαι]] ἐνώπιον ἢ ἐπί τινος, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν, ὁ Σχολ. «κατέπνευσεν ὡς ἐπὶ τῶν κατὰ τροφὴν ἐρευγομένων», Ἀριστοφ. Σφ. 1151.
|lstext='''κατερεύγω''': ἀόρ. -ἡρῠγον, [[ἐρεύγομαι]] ἐνώπιον ἢ ἐπί τινος, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν, ὁ Σχολ. «κατέπνευσεν ὡς ἐπὶ τῶν κατὰ τροφὴν ἐρευγομένων», Ἀριστοφ. Σφ. 1151.
}}
{{bailly
|btext=vomir sur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρεύγομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm