Anonymous

κατεσθίω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5, $6 $7")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἐσθίω]] u. [[κατέδω]]), verzehren, auffressen; vom Drachen, ἔνθ' ὅγε τοὺς κατήσθιε τετριγῶτας Il. 2, 314, nachh. κατέφαγε; von Hunden, σὲ κατέδονται 22, 89; vom Delphin, 21, 24; Eur. Cycl. 341; Ar. Plut. 1130; [[χοιρίδιον]] κατεδηδοκώς Par 338, öfter; in Prosa, ὠμὸν κατεσθίειν, wie wir sagen »Einen mit Haut u. Haaren auffressen«, Xen. An. 4, 8, 14 u. Folgde; übertr. verzehren, aufzehren, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα Od. 15, 12; εἴ τις πατρῴαν παραλαβὼν γῆν καταφάγοι Menand. bei Ath. IV, 166 c; τὰ κοινὰ πρὶν [[λαχεῖν]] κατεσθίεις Ar. Equ. 258; τὰ πατρῷα κατεδηδοκέναι Aesch. 1, 94; τὴν πατρῴαν οὐσίαν οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλ' εἰ οἷόν τ' ἐστὶν εἰπεῖν καὶ κατέπιεν ib. 96; Dem. u. Sp., bes. durch Schlemmerei durchbringen; – λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι οὐδὲ διεφθαρμένοι ὑπὸ σηπεδόνος καὶ ἅλμης Plat. Phaed. 110 f; – κατεδήδοται steht D. Hal. 1, 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἐσθίω]] u. [[κατέδω]]), verzehren, auffressen; vom Drachen, ἔνθ' ὅγε τοὺς κατήσθιε τετριγῶτας Il. 2, 314, nachh. κατέφαγε; von Hunden, σὲ κατέδονται 22, 89; vom Delphin, 21, 24; Eur. Cycl. 341; Ar. Plut. 1130; [[χοιρίδιον]] κατεδηδοκώς Par 338, öfter; in Prosa, ὠμὸν κατεσθίειν, wie wir sagen »Einen mit Haut u. Haaren auffressen«, Xen. An. 4, 8, 14 u. Folgde; übertr. verzehren, aufzehren, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα Od. 15, 12; εἴ τις πατρῴαν παραλαβὼν γῆν καταφάγοι Menand. bei Ath. IV, 166 c; τὰ κοινὰ πρὶν [[λαχεῖν]] κατεσθίεις Ar. Equ. 258; τὰ πατρῷα κατεδηδοκέναι Aesch. 1, 94; τὴν πατρῴαν οὐσίαν οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλ' εἰ οἷόν τ' ἐστὶν εἰπεῖν καὶ κατέπιεν ib. 96; Dem. u. Sp., bes. durch Schlemmerei durchbringen; – λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι οὐδὲ διεφθαρμένοι ὑπὸ σηπεδόνος καὶ ἅλμης Plat. Phaed. 110 f; – κατεδήδοται steht D. Hal. 1, 55.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> κατήσθιον, <i>f.</i> [[κατέδομαι]], <i>ao.2</i> κατέφαγον, <i>pf.</i> [[κατεδήδοκα]] <i>ou</i> κατέδηδα;<br /><b>1</b> manger, dévorer : ὠμὸν κ. τινα XÉN dévorer qqn tout cru;<br /><b>2</b> ronger <i>en parl. de la moisissure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐσθίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεσθίω''': μέλλ. κατέδομαι, Ἰλ. Χ. 89, Ὀδ. Φ. 363, καὶ Ἀττ. ἀόρ. κατέφαγον (ἴδε [[καταφαγεῖν]]): πρκμ. κατεδήδοκα Ἀριστοφ. Σφ. 838, Εἰρ. 388, κτλ. (πρβλ. Μοῖρ. σ. 221): κατεδηδὼς Ἰλ. Ρ. 542· παθ. πρκμ. κατεδήδεσμαι Πλάτ. Φαίδων 110Ε· παθ. ἀόρ. κατηδέσθην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορτ.» 8·- ἕτεροι τύποι τοῦ ἐνεστ. [[εἶναι]] [[κατέσθω]], [[κατέδω]], [[ἅπερ]] ἴδε. Κατατρώγω, [[καταβροχθίζω]], ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐπὶ ζῷων ἁρπακτικῶν, [[λέων]] κατὰ ταῦρον ἐδηδὼς Ἰλ. Ρ. 542· ἐπὶ ὄφεως, τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε Β. 314, πρβλ. Ὀδ. Μ. 256· ἐπὶ δελφῖνος, κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν Ἰλ. Φ. 24· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, οἳ κατὰ [[βοῦς]]… ἤσθιον Ὀδ. Α. 9, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 16, 38., 8. 115· ὠμὸν κατεσθίειν τινὰ Ξεν. Ἀν. 4. 8, 14· κατεδηδόκασι τὰ λάχαν’ Ἄλεξ. ἐν «Ἀπελγ.» 1. 12· μετὰ γεν. διαιρετ., κ. πολλῶν πουλύπων Ἀμειψ. ἐν «Κατεσθ.» 1. 2) μεταφορ., [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], [[φθείρω]], [[ἀφανίζω]], τὰ κοινά, τὰ πατρῷα Ἀριστοφ. Ἱππ. 258, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 71· τὰ [[ὄντα]] Δημ. 992. 25· τὴν πατρῷαν οὐσίαν Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐγκαλ.» 1. 32. 3) παρ’ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ., ἐπὶ διαβρωτικῶν χυμῶν· οὕτω, λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος Πλάτ. Φαίδων ἔνθ. ἀνωτ.
|lstext='''κατεσθίω''': μέλλ. κατέδομαι, Ἰλ. Χ. 89, Ὀδ. Φ. 363, καὶ Ἀττ. ἀόρ. κατέφαγον (ἴδε [[καταφαγεῖν]]): πρκμ. κατεδήδοκα Ἀριστοφ. Σφ. 838, Εἰρ. 388, κτλ. (πρβλ. Μοῖρ. σ. 221): κατεδηδὼς Ἰλ. Ρ. 542· παθ. πρκμ. κατεδήδεσμαι Πλάτ. Φαίδων 110Ε· παθ. ἀόρ. κατηδέσθην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορτ.» 8·- ἕτεροι τύποι τοῦ ἐνεστ. [[εἶναι]] [[κατέσθω]], [[κατέδω]], [[ἅπερ]] ἴδε. Κατατρώγω, [[καταβροχθίζω]], ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐπὶ ζῷων ἁρπακτικῶν, [[λέων]] κατὰ ταῦρον ἐδηδὼς Ἰλ. Ρ. 542· ἐπὶ ὄφεως, τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε Β. 314, πρβλ. Ὀδ. Μ. 256· ἐπὶ δελφῖνος, κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν Ἰλ. Φ. 24· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, οἳ κατὰ [[βοῦς]]… ἤσθιον Ὀδ. Α. 9, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 16, 38., 8. 115· ὠμὸν κατεσθίειν τινὰ Ξεν. Ἀν. 4. 8, 14· κατεδηδόκασι τὰ λάχαν’ Ἄλεξ. ἐν «Ἀπελγ.» 1. 12· μετὰ γεν. διαιρετ., κ. πολλῶν πουλύπων Ἀμειψ. ἐν «Κατεσθ.» 1. 2) μεταφορ., [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], [[φθείρω]], [[ἀφανίζω]], τὰ κοινά, τὰ πατρῷα Ἀριστοφ. Ἱππ. 258, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 71· τὰ [[ὄντα]] Δημ. 992. 25· τὴν πατρῷαν οὐσίαν Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐγκαλ.» 1. 32. 3) παρ’ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ., ἐπὶ διαβρωτικῶν χυμῶν· οὕτω, λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος Πλάτ. Φαίδων ἔνθ. ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> κατήσθιον, <i>f.</i> [[κατέδομαι]], <i>ao.2</i> κατέφαγον, <i>pf.</i> [[κατεδήδοκα]] <i>ou</i> κατέδηδα;<br /><b>1</b> manger, dévorer : ὠμὸν κ. τινα XÉN dévorer qqn tout cru;<br /><b>2</b> ronger <i>en parl. de la moisissure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐσθίω]].
}}
}}
{{eles
{{eles