Anonymous

κατερείπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἐρείπω]]), niederwerfen, niederreißen; ἃ ([[πόλις]]) καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Eur. Hec. 477; in tmesi, κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orak. bei Her. 7, 140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Strab. VI, 259; τὸ [[τεῖχος]] κατερήρειπτο Hdn. 8, 2, 11; übh. zu Grunde richten, einen Menschen, Plut. Sol. 6. – Der aor. II. κατήριπον hat intrans. Bdtg, niederfallen, hin-, zusammenstürzen, Il. 5, 92, Theocr. 13, 49, wie das IL. perf., [[τεῖχος]] κατερήριπεν Il. 14, 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] (s. [[ἐρείπω]]), niederwerfen, niederreißen; ἃ ([[πόλις]]) καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Eur. Hec. 477; in tmesi, κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orak. bei Her. 7, 140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Strab. VI, 259; τὸ [[τεῖχος]] κατερήρειπτο Hdn. 8, 2, 11; übh. zu Grunde richten, einen Menschen, Plut. Sol. 6. – Der aor. II. κατήριπον hat intrans. Bdtg, niederfallen, hin-, zusammenstürzen, Il. 5, 92, Theocr. 13, 49, wie das IL. perf., [[τεῖχος]] κατερήριπεν Il. 14, 55.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> κατήρειψα, <i>pf. Pass.</i> κατερήρειμμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> renverser de fond en comble, détruire ; <i>fig.</i> corrompre;<br /><b>2</b> <i>intr. (à l'ao.2</i> [[κατήριπον]] <i>et au pf.</i> [[κατερήριπα]]) tomber, s'abattre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρείπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατερείπω''': μέλλ. -ψω, [[καταρρίπτω]], κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Στραβ. 259· κ. τινί, [[διαφθείρω]], Πλουτ. Σόλων 6.- Παθ., [[καταπίπτω]] εἰς ἐρείπια, ἐπὶ τῆς Τροίας, [[Τροία]] κατερείπεται καπνῷ τυφομένα Εὐρ. Ἑκάβω. 477· τὸ [[τεῖχος]] κατερήριπτο Ἡρῳδιαν. 8. 2· κατερηρειμμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 1330. 22· κατηρειμμένα [[αὐτόθι]] (προσθῆκαι) 2349d, 2454· κατηρείφθη [[τεῖχος]] Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 22, 7. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄, [[καταπίπτω]], κρημνίζομαι, ὑπ’ ὄμβρου ἔργα κατήριπε κάλ’ αἰζηῶν Ἰλ. Ε. 92, πρβλ. Θεόκρ. 13. 49· [[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ. [[τεῖχος]] μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Ἰλ. Ξ. 25.
|lstext='''κατερείπω''': μέλλ. -ψω, [[καταρρίπτω]], κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Στραβ. 259· κ. τινί, [[διαφθείρω]], Πλουτ. Σόλων 6.- Παθ., [[καταπίπτω]] εἰς ἐρείπια, ἐπὶ τῆς Τροίας, [[Τροία]] κατερείπεται καπνῷ τυφομένα Εὐρ. Ἑκάβω. 477· τὸ [[τεῖχος]] κατερήριπτο Ἡρῳδιαν. 8. 2· κατερηρειμμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 1330. 22· κατηρειμμένα [[αὐτόθι]] (προσθῆκαι) 2349d, 2454· κατηρείφθη [[τεῖχος]] Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 22, 7. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄, [[καταπίπτω]], κρημνίζομαι, ὑπ’ ὄμβρου ἔργα κατήριπε κάλ’ αἰζηῶν Ἰλ. Ε. 92, πρβλ. Θεόκρ. 13. 49· [[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ. [[τεῖχος]] μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Ἰλ. Ξ. 25.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> κατήρειψα, <i>pf. Pass.</i> κατερήρειμμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> renverser de fond en comble, détruire ; <i>fig.</i> corrompre;<br /><b>2</b> <i>intr. (à l'ao.2</i> [[κατήριπον]] <i>et au pf.</i> [[κατερήριπα]]) tomber, s'abattre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρείπω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth