Anonymous

πάρημαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] inf. παρῆσθαι, dabei sitzen; c. dat., νηυσί, Il. 1, 421; absol., Od. 11, 578. 14, 375; öfter in tmesi, bei Einem sitzen, um sich mit ihm zu unterhalten, übh. bei Einem verweilen, Od. 13, 407. 17, 456; anwesend sein, 19, 209; mit dem Nebenbegriffe lästiger, feindlicher Nähe, Il. 9, 311 Od. 18, 231; Eur. Suppl. 290 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 513.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] inf. παρῆσθαι, dabei sitzen; c. dat., νηυσί, Il. 1, 421; absol., Od. 11, 578. 14, 375; öfter in tmesi, bei Einem sitzen, um sich mit ihm zu unterhalten, übh. bei Einem verweilen, Od. 13, 407. 17, 456; anwesend sein, 19, 209; mit dem Nebenbegriffe lästiger, feindlicher Nähe, Il. 9, 311 Od. 18, 231; Eur. Suppl. 290 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 513.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf.</i> παρῆσθαι, <i>impf.</i> παρήμην;<br />être assis auprès de, τινι ; <i>p. ext.</i> rester auprès de, à côté de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἧμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάρημαι''': [[κυρίως]] παθ. πρκμ. τοῦ [[παρίζω]], [[κάθημαι]] πλησίον, μετὰ δοτικ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., νηυσὶ παρήμενος, καθήμενος πλησίον..., Ἰλ. Α. 421, κτλ.˙ Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Εὐρ. Ἱκέτ. 390˙ ἀλλοτρίοισι π., καθήμενος παρὰ τὰς τραπέζας ἄλλων, Ὀδ. Ρ. 456˙ [[καθόλου]], κατοικῶ μετά τινος, σύεσσι π. Ν. 407. 2) [[κάθημαι]] πλησίον, παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]] Ἰλ. Ι. 311˙ ἐπὶ τῶν γυπῶν τῶν κειρόντων τὸ [[ἧπαρ]] τοῦ Τιτυοῦ, [[ἑκάτερθε]] παρημένῳ [[ἧπαρ]] ἔκειρον Ὀδ. Λ. 578˙ [[καθόλου]], εἶμαι παρὼν ἢ [[πρόχειρος]], Τ. 209.
|lstext='''πάρημαι''': [[κυρίως]] παθ. πρκμ. τοῦ [[παρίζω]], [[κάθημαι]] πλησίον, μετὰ δοτικ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., νηυσὶ παρήμενος, καθήμενος πλησίον..., Ἰλ. Α. 421, κτλ.˙ Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Εὐρ. Ἱκέτ. 390˙ ἀλλοτρίοισι π., καθήμενος παρὰ τὰς τραπέζας ἄλλων, Ὀδ. Ρ. 456˙ [[καθόλου]], κατοικῶ μετά τινος, σύεσσι π. Ν. 407. 2) [[κάθημαι]] πλησίον, παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]] Ἰλ. Ι. 311˙ ἐπὶ τῶν γυπῶν τῶν κειρόντων τὸ [[ἧπαρ]] τοῦ Τιτυοῦ, [[ἑκάτερθε]] παρημένῳ [[ἧπαρ]] ἔκειρον Ὀδ. Λ. 578˙ [[καθόλου]], εἶμαι παρὼν ἢ [[πρόχειρος]], Τ. 209.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf.</i> παρῆσθαι, <i>impf.</i> παρήμην;<br />être assis auprès de, τινι ; <i>p. ext.</i> rester auprès de, à côté de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἧμαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth